Στην Κύπρο δεν χρειάζεται να είσαι ούτε μάγος ούτε συνωμοσιολόγος για να καταλάβεις πώς λειτουργεί η κρατική μηχανή. Με ατιμωρησία, με επιφανειακή έρευνα και με κουκούλωμα. Η υπόθεση του υψηλόβαθμου στελέχους του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο κατηγορείται από δύο υφιστάμενές του για σεξουαλική παρενόχληση, είναι το πιο πρόσφατο –και εξοργιστικό– παράδειγμα.

Δύο γυναίκες βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν. Κάνουν καταγγελίες. Ζητούν δικαίωση. Διεκδικούν προστασία. Και τι βρίσκουν απέναντί τους; Ένα Υπουργείο που διατάσσει πειθαρχική έρευνα, η οποία, όμως, δεν διαπιστώνει τίποτα μεμπτό. Μάλιστα, ο καταγγελλόμενος… προάγεται κιόλας. Ήταν σε ανώτερη θέση από εκείνη των καταγγελλουσών και τώρα βρίσκεται σε ακόμη υψηλότερη θέση. Από την οποία μπορεί να κριθεί η ανέλιξη των δύο γυναικών αλλά και του συζύγου της μιας, ο οποίος τυγχάνει να είναι εκπαιδευτικός.  Έτσι επιβραβεύει η Πολιτεία τον καταγγελλόμενο. Του προσφέρει περισσότερη εξουσία.

Προσέξτε, όμως, τη συνέχεια. Οι δύο γυναίκες δεν σταματούν. Επιμένουν. Προχωρούν σε καταγγελία στην Αστυνομία για ποινικά αδικήματα. Η οποία, αφού μελέτησε τα στοιχεία, κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα. Ότι η υπόθεση υφίσταται και οδηγείται πλέον στο Δικαστήριο. Εδώ λοιπόν γεννάται το προφανές ερώτημα: Πώς γίνεται πειθαρχικά να «μην υπάρχει τίποτα» και ποινικά να υπάρχει καραμπινάτη (κατά την Αστυνομία και τη Νομική Υπηρεσία) υπόθεση; Ποιος κάνει λάθος; Ή μήπως το ερώτημα είναι άλλο: Ήταν λάθος, ανικανότητα ή σκόπιμο λάθος;

Το διαφαινόμενο σκάνδαλο όμως δεν σταματά εκεί. Από το Υπουργείο Παιδείας δεν έδιναν στις καταγγέλλουσες το αποτέλεσμα της πειθαρχικής έρευνας. Δεν έδιναν ούτε όλα τα σχετικά στοιχεία στο Τμήμα Ισότητας του Υπουργείου Εργασίας. Έτσι, η παράλληλη έρευνα στο Τμήμα Ισότητας κατέληξε… στο πουθενά, αφού «δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία».

Η υπόθεση έφτασε μέχρι την Επίτροπο Διοικήσεως, με επιστολή-έκκληση μιας εκ των παραπονουμένων τον περασμένο Οκτώβριο. Τι απάντησε η Επίτροπος; Τίποτα. Απόλυτη σιωπή. Γιατί; Προφανώς, διότι δεν μπόρεσε να σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη για την υπόθεση. Αφού, μέχρι σήμερα, δεν δόθηκαν όλα τα στοιχεία στην Επίτροπο Διοικήσεως, όπως εκπρόσωπός της ανέφερε χθες στη Βουλή.

Σήμερα, μετά από όλον αυτόν τον φαύλο κύκλο, ο καταγγελλόμενος απομακρύνθηκε μόλις την περασμένη εβδομάδα από τη θέση του, και αυτό μόνο αφού η Υπουργός Παιδείας ενημερώθηκε ότι η Αστυνομία κατέθεσε ποινική υπόθεση. Δηλαδή, έπρεπε να φτάσουμε στα Δικαστήρια για να ληφθεί η αυτονόητη απόφαση.

Πώς από όλο αυτό να μην γεννάται απέραντη καχυποψία; Πώς να μην υποψιάζεται κάποιος ότι δεν πρόκειται απλώς για μια ιστορία ανικανότητας; Πώς να αποφύγει την καχυποψία ότι ενδέχεται να πρόκειται για μια ακόμη ιστορία συνενοχής; Πώς να μην βασανίζει το μυαλό του η σκέψη ότι πρόκειται για ιστορία ενός κρατικού μηχανισμού, που αντί να σταθεί δίπλα στα θύματα, στάθηκε ασπίδα για τον καταγγελλόμενο; Πώς να μην αγανακτεί όταν βλέπει κάποιον να καταγγέλλεται για σεξουαλική παρενόχληση και αντί να τιμωρηθεί (αν αποδειχθούν τα αδικήματα) να τον βλέπει να ανταμείβεται με προαγωγή;  

Η Βουλή πλέον αναζητεί ευθύνες. Μα πόσες φορές το έχουμε ξανακούσει αυτό; Πόσες φορές δεν έχουμε δει επιτροπές, αναφορές, πορίσματα που καταλήγουν στα συρτάρια; Το ζητούμενο δεν είναι να αναζητηθούν ευθύνες, αλλά να αποδοθούν. Να τελειώσει η πρακτική του «δεν ήξερα, δεν άκουσα, δεν μου έδωσαν στοιχεία».

Γιατί εδώ δεν κρίνεται μόνο η υπόθεση ενός κατηγορουμένου. Κρίνεται η αξιοπιστία των θεσμών. Η πίστη της κοινωνίας ότι υπάρχει δικαιοσύνη. Κρίνεται το αν μια γυναίκα στην Κύπρο μπορεί να μιλήσει χωρίς να φοβάται ότι θα βρεθεί εκτεθειμένη, απαξιωμένη και στο τέλος… υπό τις εντολές του θύτη της.

Αν αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει η Πολιτεία, τότε η ντροπή βαραίνει ολόκληρο το κράτος. Και όσο αυτό το κράτος συνεχίζει να προστατεύει θύτες και να φιμώνει θύματα, θα είναι συνυπεύθυνο για κάθε νέα σιωπή. Για κάθε νέα παρενόχληση. Για κάθε νέα αδικία.

Και το πιο θλιβερό; Το μήνυμα που στέλνεται σε κάθε γυναίκα που σκέφτεται να μιλήσει: «Μην το κάνεις, δεν θα βρεις δικαίωση». Γιατί, αν μιλήσεις, θα χρειαστεί να παλέψεις όχι μόνο με τον θύτη σου, αλλά και με έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό που θα βάλει τα δυνατά του να σε φιμώσει.

Ο καταγγελλόμενος είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Μόνο το δικαστήριο (η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε για να ξεκινήσει στις 31 Οκτωβρίου) θα αποφασίσει αν είναι ένοχος. Όμως, η όλη διαχείριση της υπόθεσης όπως έγινε, εκθέτει ανεπανόρθωτα τους θεσμούς. Από όλους αυτούς τους μεγαλόσχημους, ακούμε σωρεία βαρύγδουπων τοποθετήσεων για καταπολέμηση της σεξουαλικής παρενόχλησης και προστασία των γυναικών.

Τα λόγια όμως δεν μετράνε. Μόνο οι πράξεις. Κι εκεί, δυστυχώς, θέλει ακόμη δουλειά πολλή. Τουλάχιστον, για τις περιπτώσεις που βρίσκονται σε υψηλές θέσεις ή που, ενδέχεται, να διαθέτουν και κομματική στήριξη…

Στην υπόθεση του Υπουργείου Παιδείας δεν κρίνεται μόνο η τύχη ενός κατηγορουμένου. Κρίνεται η αξιοπιστία των θεσμών. Κυρίως, κρίνεται το αν μια γυναίκα στην Κύπρο του 2025 μπορεί να σταθεί απέναντι στην εξουσία και να βρει δικαιοσύνη.

Γιατί, αν δεν μπορεί, τότε όλοι είμαστε συνένοχοι.