Δυο γεγονότα από τα πολλά είναι τα πιο χαρακτηριστικά για την αδικοπραγία όσων κατηγορούν σήμερα τους Ελληνοκύπριους ότι πολέμησαν την Κυπριακή Δημοκρατία αντί να την στηρίξουν. Ιστορικοί και ανιστόρητοι.

Έχουν σημασία σήμερα, που ακούμε Τουρκοκύπριους πολιτικούς, όπως ο Τατάρ και ο Ερχιουρμάν, να επαναλαμβάνουν συνεχώς ότι είναι ιδρυτικοί εταίροι αυτού του κράτους και θέλουν το μερίδιο τους. Όπως τα γράφαμε και χθες. Αλλά, σήμερα επί τη επετείω, ας τα θυμηθούμε καλύτερα.

Το πρώτο είναι το εξής: Η Συμφωνία της Ζυρίχης υπογράφτηκε 11 Φεβρουαρίου 1959. Το τουρκικό πλοιάριο Ντενίζ πιάστηκε να κουβαλά όπλα από την Τουρκία στις 18 Οκτωβρίου 1959. Δηλαδή, εννιά μήνες μετά τη συμφωνία. Αποκαλύφθηκε τότε ότι οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία προετοιμάζονταν για όσα ακολούθησαν. Αφού υπέγραψαν τη συμφωνία! Αφού τους αναγνωρίστηκε καθεστώς εταίρου πολύ μεγαλύτερο από το ποσοστό πληθυσμού και εδάφους, και πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ανέμεναν.

Το δεύτερο είναι οι προσπάθειες για τη δημιουργία του κυπριακού στρατού. Το Σύνταγμα προνοούσε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα έχει στρατό αποτελούμενο από 2.000 άντρες. 60% Ελληνοκύπριοι και 40% Τουρκοκύπριοι. Υπουργός Άμυνας Τουρκοκύπριος. Όταν άρχισε η προετοιμασία, ο υπουργός Άμυνας απαιτούσε όπως οι λόχοι να είναι χωρισμένοι με φυλετικά κριτήρια.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά υποστήριζε ότι ο στρατός έπρεπε να είναι μεικτός σε κάθε επίπεδο. Πήρε απόφαση το Υπουργικό Συμβούλιο για δημιουργία μεικτού στρατού, να μην είναι δηλαδή λόχοι αμιγώς Ελληνοκυπρίων και λόχοι αμιγώς Τουρκοκυπρίων, όπως ήθελε ο υπουργός Άμυνας. Τον Οκτώβριο του 1961 ο αντιπρόεδρος Κουτσούκ άσκησε βέτο σε αυτή την απόφαση κι έτσι χάθηκε η ευκαιρία να γίνει ένα πολύ μεγάλο βήμα για πραγματική συνύπαρξη, συνένωση του λαού.

Έχει τη σημασία του. Το να συνυπάρχουν στον ίδιο λόχο, με τα ίδια καθήκοντα, τις ίδιες ευθύνες, ακόμα και τις ίδιες αγγαρείες, Ε/κ και Τ/κ, θα ήταν η μαγιά, που θα διαχεόταν στην κοινωνία. Η πιο επιδραστική εξέλιξη για την πραγματική συνύπαρξη του κυπριακού λαού χωρίς φυλετικούς ή εθνοτικούς διαχωρισμούς. Όσοι έκαναν στρατό μπορούν εύκολα να το καταλάβουν αυτό. Όμως, η τουρκοκυπριακή ηγεσία το σαμπόταρε κι αυτό, ενώ η ελληνοκυπριακή το υποστήριξε.

Γύρω από αυτά τα σημαδιακά γεγονότα μαζεύτηκαν κι όλα τα άλλα. Τον Νοέμβριο του 1962, που οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές καταψήφισαν τους φορολογικούς νόμους, (ψηφίζονταν με χωριστές πλειοψηφίες), και το κράτος έμεινε χωρίς έσοδα. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία κατακρατούσε και εκμεταλλευόταν τη δημοτική περιουσία, που είχε αρπάξει κατά τις δικοινοτικές ταραχές του 1958, και μάζευε παράνομα φόρους από τους Τ/κ. Δολοφονούνταν από την ΤΜΤ και κατατρομοκρατούνταν όσοι Τ/κ μιλούσαν για συμβίωση (οι εκδότες της «Τζιουμχουριέτ», Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Γκιουράν, δολοφονήθηκαν στις 23 Απριλίου 1962). Όταν Μακάριος και Κουτσιούκ προσπαθούσαν (με επιτροπές που διόρισαν) να βρουν άκρη στην βρετανική ασάφεια περί χωριστών δήμων, οι Τ/κ στην Πάφο άρχισαν να κτίζουν τείχος, για να χωρίσουν τη δημοτική  περιοχή, την οποία παράνομα διάλεξαν για τους εαυτούς τους.

Δηλαδή, από την υπογραφή της συμφωνίας της Ζυρίχης μέχρι το 1963, που αποχώρησαν, οι Τουρκοκύπριοι εταίροι του κοινού κράτος: Έκτιζαν τείχος. Έφερναν όπλα και εκπαιδεύονταν παράνομα. Σαμπόταραν το κράτος μέσω των νόμων. Εισέπρατταν φόρους. Δολοφονούσαν όσους ήταν υπέρ της συμβίωσης. Κατακρατούσαν περιουσίες Ελληνοκυπρίων. Έβαζαν βέτο σε μεικτό κυπριακό στρατό και σε μεικτή αστυνομία. Απαιτούσαν γεωγραφικό διαχωρισμό στους δήμους.

Σε αυτά ας προστεθεί αυτό που έγραψε ο Σενέρ Λεβέντ και επαναλάβαμε χθες σε αυτή τη στήλη. Ότι στο ημερολόγιό του ο Νιχάτ Ερίμ γράφει για συνάντησή του με την τ/κ ηγεσία στις 22 Μαρτίου 1960 όπου ο Ραούφ Ντενκτάς είπε: «Αργά ή γρήγορα αυτό το κράτος δεν θα προχωρήσει και δεν πρέπει να προχωρήσει. Σύμφωνα με αυτό να ενεργήσουμε. Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε πολιτική φιλίας προς τους Ελληνοκύπριους».

Σήμερα, θυμούνται ότι είναι «ιδρυτικοί εταίροι» της Κυπριακής Δημοκρατίας (μέσα – μέσα δεν είναι εκλιπούσα;) όταν απαιτούν δύο από τις έξι έδρες της ευρωβουλής, όταν μετρούν μερίδιο από το φυσικό αέριο, όταν ζητούν υπηκοότητες για τους εποίκους, όταν ζητούν να έχουν δικαίωμα να δίνουν κι αυτοί εγκρίσεις άμα ελλιμενίζονται στη Λεμεσό γερμανικά ή γαλλικά πλοία για ανεφοδιασμό. Παλιότερα ζητούσαν ακόμα και μερίδιο από τα αποθέματα χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας ή και το 30% των ηλεκτροπαραγωγών σταθμών…

Ένεκα η επέτειος, λοιπόν, να έχουμε να θυμόμαστε. Γιατί, με τέτοιους «ιδρυτικούς εταίρους» μόνο σε θαύμα οφείλεται που υπάρχει ακόμα Κυπριακή Δημοκρατία.