Μέρα με τη μέρα, κυριολεκτικά, η Τουρκία και το Κατάρ, αυξάνουν την επιρροή τους όχι μόνο στη Γάζα αλλά και ευρύτερα στην περιοχή. Στο Ισραήλ υπάρχει – σύμφωνα με τις διαρροές – ανησυχία για αυτές τις εξελίξεις και για την επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ να δώσει πολύ μεγαλύτερο ρόλο από ότι αναμενόταν σε αυτές τις δύο χώρες, στην ανοικοδόμηση της Γάζας αλλά και αναπόφευκτα στο νέο σκηνικό που στήνεται.

Η ανησυχία δεν αφορά τον παραμερισμό του Ισραήλ ο οποίος ούτε έγινε, ούτε πρόκειται να γίνει δεδομένης της σημασίας που το εβραϊκό κράτος έχει για τις ΗΠΑ σε όλα τα επίπεδα αλλά και της φερεγγυότητας που έχει ως σύμμαχος της Ουάσινγκτον. Κάτι που καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να προσφέρει σε βάθος χρόνου, είτε διότι τα καθεστώτα αυτά κινδυνεύουν από εσωτερικές απειλές, όπως η Αίγυπτος λ.χ. είτε πάλι δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι εταίροι σε μεγάλο χρονικό ορίζοντα όπως η Τουρκία του Ερντογάν και το Κατάρ.

Η ανησυχία του Ισραήλ, λένε οι αναφορές, αφορά ακριβώς τα όσα οι δύο χώρες αποκομίζουν αυξάνοντας συνεχώς την ισχύ τους στην περιοχή. 

Για το μεν Κατάρ το Ισραήλ φοβάται την ένταση της διάβρωσης και τις περιοχής. Όπως διαβρώθηκε η Δύση με άφθονο Καταρινό χρήμα έναντι προώθησης της ατζέντας της Ντόχα: από τον αντισημιτισμό μέχρι κυρίως την ανενόχλητη διείσδυση του ισλαμισμού σε όλες τις δυτικές χώρες και την απονεύρωση των φορέων που διαμόρφωναν την κοινή γνώμη εδώ και χρόνια. 

Εδώ, μέχρι και σε δύο στενούς συμβούλους του Βενιαμίν Νετανιάχου είχε φτάσει το πολύ μακρύ χέρι του Εμίρη.

Για την Τουρκία, ο φόβος του Ισραήλ είναι πως θα συμβάλει στο πιο πάνω χρησιμοποιώντας το Καταρινό χρήμα αλλά και πως η Τουρκία παράλληλα, θα αυξήσει τη δική της επιρροή στην περιοχή με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια του Ισραήλ. 

Και βεβαίως άλλων χωρών, όπως η δική μας.

Η Ιερουσαλήμ ανησυχεί λοιπόν, απλά ειπωμένο, για το κομμάτι της πίτας το οποίο παίρνουν οι δύο χώρες, βλέπε η μουσουλμανική αδελφότητα, στη νέα κατάσταση όχι τόσο σε σχέση με το ίδιο άμεσα, όσο όσον αφορά το μέλλον, καθώς αυτές οι εξελίξεις θα διαμορφώσουν σημαντικές ισορροπίες στην περιοχή και στην μετά Τραμπ εποχή. Για δεκαετίες ίσως.

Η προθυμία του Κατάρ να επιβάλει στη Χαμάς να δώσει το μοναδικό χαρτί το οποίο είχε, τους ομήρους, δεν είχε να κάνει μόνο με το ενδιαφέρον του να εμφανιστεί ως προστάτης των Παλαιστινίων στη Γάζα. 

Σημαντικό μεν αλλά απείρως σημαντικότερη για την Ντόχα ήταν η εξασφάλιση αυτού του ρόλου τον οποίο έλαβε μαζί με την Άγκυρα. 

Για την ακρίβεια αυτά δύο συνδέονται: το σενάριο θα λέει πως οι «αδελφοί Τούρκοι» οι οποίοι μπορεί να είναι νεοοθωμανοί αλλά κανείς στη Γάζα δεν ενδιαφέρεται για αυτό στην παρούσα συγκυρία, μαζί με το ακόμα πιο αδελφικό Κατάρ το οποίο είχε ούτως ή άλλως ρίξει πολλά λεφτά στην Γάζα και πριν, ήρθαν να βοηθήσουν – αλχαμντουλιλά! – και πάλι. Άλλωστε στη Γάζα η δημοτικότητα της Τουρκίας είναι πολύ μεγαλύτερη και από εκείνη στη Δυτική Όχθη η οποία είναι και η δεύτερη μεγαλύτερη σε όλο τον αραβικό κόσμο.

Θα μπορούσε αυτό, λοιπόν, να ανακοπεί; Σίγουρα με δύο μάλιστα τρόπους. Ο ένας είναι η – πιθανή – αποτυχία του διαλόγου στην Αίγυπτο, ο δε δεύτερος είναι αυτό που λέγαμε χθες: Ένας εμφύλιος μέσα στη Γάζα. 

Το Ισραήλ, και αυτό δεν πρέπει κανείς να το ξεχνά, πήρε αυτό που ήθελε από τη Λωρίδα. Και σε αυτή τη φάση δεν έχει κάτι άλλο να πάρει. Μια τέτοια εξέλιξη, λοιπόν, θα το εξυπηρετούσε και μάλιστα χωρίς να έχει κάποιο ρόλο το ίδιο. Η Αίγυπτος θα αναγκαζόταν, όσο κι αν δεν θα το ήθελε, να ανοίξει τα σύνορα καθώς τώρα οι Παλαιστίνιοι δεν θα σκοτώνονται πια λόγω της επιχείρησης του Ισραήλ αλλά, μεταξύ τους, συνεπώς και από κάτι που κανείς δεν θα μπορεί να επηρεάσει.

Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν ο Ντόναλντ Τραμπ πρόβλεψε αυτό το σενάριο και εάν… μοιράστηκε τους προβληματισμούς του με τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ.

Πολλοί άλλωστε απόρησαν από την κίνηση Τραμπ να αφήσει έξω από το νέο σκηνικό τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μια κίνηση η οποία υποτίθεται ότι οδήγησε – και μπορεί αυτό να ισχύει – τον Πρίγκιπα της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν να μην πάει στη Αίγυπτο για τη Σύνοδο για τη Γάζα και να στείλει τον υπουργό Εξωτερικών του.

Το ποιος γνωρίζει πόσα αλλά και τι σε αυτό το σκηνικό θα είναι κομβικό για να προβλεφθεί, στο βαθμό που γίνεται, η εξέλιξη της ιστορίας.