Καφές χωρίς κεραστικό ή βουτήματα ήταν αδιανόητο, στα κυπριακά χρονικά της δεκαετίας του 60 και του 70. Μόνο στα καφενεία ή στις λέσχες όπου σύχναζαν άντρες, εκεί ναι, ο καφές προσφερόταν αναμφίβολα χωρίς μπισκότα αφού συνοδευόταν με τσιγάρο.
Εμείς είχαμε στο σπίτι τη γιαγιά Δέσποινα που έφτιαχνε τα δικά της μπισκότα του βουτύρου με βανίλια, ξύσμα πορτοκαλιού, λίγο κονιάκ και πολύ μεράκι. Μια απόλυτη μοναδική γεύση με την οποία μεγαλώσαμε και τα οποία λάτρευαν οι επισκέπτες μας. Ήταν κάτι σαν το ψωμί που εκείνα τα χρόνια δεν έλειπε ποτέ από κανένα νοικοκυριό, έτσι και τα «πισκόττα της γιαγιάς» βρίσκονταν σε ημερήσια διάταξη στο σπίτι σ’ ένα μεγάλο τενεκεδένιο κουτί στο ερμάρι της κουζίνας με τα γλυκά του κουταλιού. Προτού λείψουν, η γιαγιά φρόντιζε πάντα για την επόμενη φουρνιά. Αφιέρωνε ένα ολόκληρο πρωινό φουρνίζοντας και ξεφουρνίζοντας σινιά ολόκληρα. Έπρεπε να γίνουν με το φως της ημέρας γιατί «χωρίς ήλιο ένι βκαίνουν καλά».
Επιστρέφοντας σπίτι από το σχολείο, μύριζε η οδός Ησιόδου και το σπίτι, μια μυρωδιά που με ανέβαζε σ’ ένα συννεφάκι ευδαιμονίας. Έτρωγα βιαστικά το μεσημεριανό μου ώστε να μπορώ στη συνέχεια να βουτήξω τα ζεστά ακόμη πισκόττα της σ’ ένα ποτήρι κόκα-κόλας. Κάποιες φορές η γιαγιά περίμενε μια σχολική αργία ώστε να τα κάνουμε μαζί. Περνούσαμε το ζυμαράκι μέσα από ένα χωνί, αυτή τα έπλαθε σαν το γράμμα -Ι- ή στρογγυλά σαν καραολιά. Εγώ έφτιαχνα λουλουδάκια, ζωάκια ή ανθρωπάκια.
Όλοι οι καφέδες των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων συνοδεύονταν με τα πισκόττα της γιαγιάς, όπως και οι πρώτες έξοδοι μας στα καφέ, τα πάρτι ή τις δισκοθήκες. Έφταναν οι φίλες σπίτι μου και κάθονταν στο κρεβάτι ή στο ντιβάνι του δωματίου μου με κόκα κόλα και το τενεκεδένιο κουτί με τα πισκόττα, περιμένοντας με να διαλέξω ρούχα ενώ ίσιωναν το μαλλί μου με το πιστολάκι.
Συχνά οι θείες ή οι γειτόνισσες μας έφερναν γλυκά ή φρούτα γιόρκιν που την αυλή τους, σ’ ένα πιάτο, σκεπασμένο με πετσέτα. Το πιάτο ουδέποτε επιστρεφόταν άδειο κι η γιαγιά το τρούλλωνε με τα πισκόττα της και μου έλεγε «άτε πήαινε στην κυρία Μάρθα να της το πάρεις».
Η πρωτογενής συνταγή δεν ανήκε στη γιαγιά αλλά ήταν βαρωσιώτικη από την κυρία Νίκη Ιερείδου, της οποίας η οικογένεια νοίκιαζε για κάποια χρόνια το ανώι του σπιτιού μας, όταν διορίστηκε ο κύριος Κλεάνθης Ιερείδης βοηθός επάρχου στη Λεμεσό. Αυτή με μύησε στα πισκόττα της, βουτηγμένα στην κόκα κόλα. Όταν με φώναζε ανέβαινα πέντε δέκα δεκαπέντε τα σκαλιά. Οι γιούδες της σπούδαζαν ήδη στην Αμερική και η κόρη της η Ρίτσα, το ίνδαλμά μου, είχε τελειώσει το σχολείο και ήταν σε ηλικία παντρειάς.
Μου άρεσε να κάθομαι με τις φίλες της στη βεράντα και ν’ ακούω τις κουβέντες τους, να μου βάφουν τα νύχια το καλοκαίρι που δεν είχα σχολείο, να μου χτενίζουν τα μαλλιά στολίζοντάς τα με κοκαλάκια, μασιούδες και λουλουδάκια. Ήμουν η κούκλα τους, καθόμουν στα γόνατά τους, μύριζαν ωραία, ενώ συχνά με παρφούμαρε κι εμένα η Ρίτσα από τα αρώματα που της έφερναν τα αδέλφια της από την Αμερική. Κατέβαινα σπίτι μας όταν μου φώναζε η μάμμα: «Έλα τζαι νυχτώνει, ήρτεν τζι ο παπάς σπίτι». Κι εγώ η μεγάλη λουσού, κατέβαινα σαν σταρ του Hollywood με τα χείλη βαμμένα και δεν καταλάβαινα γιατί γελούσαν οι γονείς και η γιαγιά, χαμένη όπως ήμουν στη ματαιοδοξία της Marleen Dietrich που είχαμε δει στο σινεμά.
Αχ, τα πισκόττα της γιαγιάς Δέσποινας, που η γεύση τους μας έφερνε παρόμοια ευλογία όπως και το μικροσκοπικά κομματάκια από πρόσφορο, το αντίδωρο, που γέμιζε με ευδαιμονία το στόμα μας μετά τη θεία κοινωνία. Με τα πισκόττα βουτύρου, βανίλιας και πορτοκαλιού, γέμιζαν οι μέρες μας, οι μήνες και τα χρόνια. Δεν ξαναβρήκα τη γεύση αυτή, όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν έκανα, ακολουθώντας τη συνταγή της με «αλέυρι, όσο σηκώσει…».
Προσεγγίζω τη χαμένη γεύση, βουτώντας τα στον καφέ ή στην αμαρτωλή μου κόκα-κόλα, κάνοντας βουτιές στον χρόνο. Με παίρνει πίσω στην οδό Ησιόδου, ξανασυναντώ την κυρία Νίκη, τη Ρίτσα, τη μάμμα και τη γιαγιά, σ’ ένα σπίτι ηλιόλουστο με πορτοκαλιές στην αυλή. Βλέπω ένα κοριτσάκι οκτώ χρόνων να κρατά ένα μικρό φαναράκι με πράσινο γυαλί και χρυσά σκαλίσματα που του χάρισε η Ρίτσα από το ταξίδι της στην Αίγυπτο. Ξαναζώ νύχτες με τριζόνια και πυγολαμπίδες, τότε που όλα ήταν φως και ανοιχτές αγκαλιές για να γείρεις.
«Ενός παιδιού η βασιλεία…!» (Ηράκλειτος)
dena.toumazi@gmail.com