Καθώς πλησιάζουμε προς τις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου, η κυπριακή κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης. Το κομματικό κατεστημένο, εγκλωβισμένο στη δική του αυτάρκεια και στη συνήθεια της εξουσίας, μοιάζει να έχει χάσει κάθε επαφή με τον παλμό των πολιτών. Η απογοήτευση, η απάθεια και ο κυνισμός που επικρατούν ανάμεσα στους ψηφοφόρους δεν είναι αποτέλεσμα στιγμιαίας κόπωσης, είναι προϊόν χρόνιων αποτυχιών, σκανδάλων, διαφθοράς, ρουσφετιού και ανεκπλήρωτων υποσχέσεων.
Οι πολίτες δεν πιστεύουν πια ότι τα κόμματα μπορούν να αλλάξουν πραγματικά την κατάσταση. Η φθορά του πολιτικού συστήματος δεν περιορίζεται σε πρόσωπα ή παρατάξεις, είναι συστημική, θεσμική και, δυστυχώς, βαθιά ριζωμένη. Η πολιτική έχει καταντήσει ένα επάγγελμα για τους λίγους, ενώ η συμμετοχή στα κοινά θεωρείται μάταιη για τους πολλούς. Οι νεότερες γενιές, ειδικά, έχουν απομακρυνθεί πλήρως από την εκλογική διαδικασία, όχι από αδιαφορία, αλλά από απογοήτευση. Δεν πιστεύουν ότι η ψήφος τους έχει αντίκτυπο.
Κι όμως, η ειρωνεία είναι πως ακριβώς εκεί, σε αυτήν τη δεξαμενή της «ελεύθερης βοσκής», όπως θα μπορούσε να λεχθεί, βρίσκεται το κλειδί της αλλαγής. Πρόκειται για το σχεδόν 50% του εκλογικού σώματος που απέχει, δεν εγγράφεται στους εκλογικούς καταλόγους, λευκά, άκυρα, που νιώθει πως κανένα κόμμα δεν το εκφράζει. Αυτοί οι πολίτες, αν ενεργοποιηθούν, μπορούν να ανατρέψουν κάθε πολιτικό προγνωστικό και να διαμορφώσουν εκ νέου τον πολιτικό χάρτη της Κύπρου.
Οποιοσδήποτε πολιτικός χώρος καταφέρει να αντλήσει ψήφους από αυτήν τη δεξαμενή, να πείσει τους πολίτες να εγγραφούν και να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, θα είναι ο πραγματικός νικητής. Όχι επειδή θα έχει κερδίσει σε αριθμούς, αλλά επειδή θα έχει ανακτήσει κάτι πολύ πιο σημαντικό: Την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ίδια τη δημοκρατική διαδικασία. Η αποχή, που έχει παγιωθεί ως η νέα «κανονικότητα», είναι το πιο ηχηρό μήνυμα καταδίκης του πολιτικού συστήματος. Όταν οι μισοί πολίτες αρνούνται να συμμετάσχουν, το πρόβλημα δεν είναι στους πολίτες, αλλά στο σύστημα που τους απέκλεισε και στην ανεπάρκεια… των πολιτικών.
Το κομματικό κατεστημένο, όμως, δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ή, την αντιλαμβάνεται χωρίς να έχει λύσεις. Επαναλαμβάνει τα ίδια φθαρμένα συνθήματα, προτάσσει τις ίδιες φάτσες και υπόσχεται «αλλαγή» με τα ίδια μέσα που δημιούργησαν τη στασιμότητα. Καμία ουσιαστική αυτοκριτική, καμία διάθεση ρήξης, καμία ανανέωση. Η πολιτική έχει μετατραπεί σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων, σε μια ατελείωτη παρέλαση επικοινωνιολόγων και επιτηδευμένων δηλώσεων. Ο πολίτης, βλέποντας αυτή την εικόνα, αποστρέφεται, σωστά, με οργή και αηδία.
Η αποχή, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένδειξη αδιαφορίας. Είναι πράξη διαμαρτυρίας. Όμως, μια διαμαρτυρία χωρίς συμμετοχή δεν φέρνει αποτέλεσμα, διαιωνίζει το πρόβλημα. Ο πραγματικός τρόπος να τιμωρηθεί το σύστημα είναι να του αφαιρεθεί η σιγουριά της αδράνειας. Να μετατραπεί η παθητικότητα σε δράση, η απογοήτευση σε κινητοποίηση. Μόνο τότε μπορεί να υπάρξει πολιτική ανανέωση.
Οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές δεν είναι απλώς μια ακόμα εκλογική διαδικασία. Είναι μια ευκαιρία αναμέτρησης με το ίδιο μας το πολιτικό μέλλον. Αν το 50% των πολιτών που απέχουν αποφασίσει να συμμετάσχει, η ισορροπία θα αλλάξει ριζικά. Τα κόμματα θα αναγκαστούν να λογοδοτήσουν, να ακούσουν, να προσαρμοστούν.
Η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη. Ζει και αναπνέει μέσα από τη συμμετοχή. Και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η συμμετοχή δεν είναι καθήκον, είναι πράξη αντίστασης απέναντι σε ένα σύστημα που μας θέλει αδιάφορους, σιωπηλούς και παραιτημένους. Αν θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε το πολιτικό σκηνικό, ας ξεκινήσουμε από το πιο απλό και το πιο ουσιαστικό: Να εγγραφούμε, να ψηφίσουμε και να απαιτήσουμε καλύτερα. Γιατί, όσο εμείς μένουμε στο περιθώριο, το κατεστημένο θα συνεχίσει να κάνει κουμάντο ανενόχλητο.