Γύρω στους σαράντα έφηβους, αγόρια και κορίτσια, μαθητές του γυμνασίου ή του λυκείου κάθονται στο χορτάρι τραγουδώντας όλοι μαζί ένα χαρούμενο ρυθμό σε μια άγνωστή μας γλώσσα. Φαίνεται να το διασκεδάζουν περιμένοντας τους υπεύθυνους καθηγητές και συνοδούς να επιστρέψουν από την έκδοση εισιτηρίων για τη ξενάγησή τους στο μουσείο. Φορούν blue jeans και πολύχρωμα ρούχα, είναι χαρούμενοι, χαλαροί υπομονετικοί ενώ φαίνεται να απολαμβάνουν τη μέρα τους που μόλις αρχίζει. Η πολύχρωμη χορωδία και ορχήστρα χωρίς μαέστρο, φτιάχνει το κέφι στους περαστικούς, αφού χρησιμοποιούν τα παγουρίνια και τις τσάντες τους σαν τραμ ή τύμπανα.

Η σκηνή αυτή θυμίζει χρόνους παλιούς, τα δικά μας παιδικά και εφηβικά χρόνια, τότε που η εκδρομή ήταν λαχτάρα και γιορτή, ανακάλυψη νέων τόπων, εικόνων και συλλογή εμπειριών. Τότε που τραγουδούσαμε όλοι μαζί στο λεωφορείο, ενώ στρώναμε καταγής και μοιραζόμασταν το φαγητό, τα πατατάκια και τις λιχουδιές που είχαμε φέρει από το σπίτι. Μια συλλογική εμπειρία χαράς που μας έφερνε πιο κοντά, μας έσπρωχνε να πούμε ακόμη και τ’ ανείπωτα, κουβέντες που οι τέσσερις τοίχοι της σχολικής αίθουσας ή η σχολική αυλή δεν σε ενέπνεαν να ξεστομίσεις.

Όταν τα λεωφορεία άφηναν τους γνώριμους δρόμους της πόλης, ξεκινούσε ταυτόχρονα μια περιήγηση όχι μόνο σε άγνωστα τοπία και χωριά του τόπου μας αλλά κυρίως μέσα μας, οδηγώντας μας σ’ ένα φωτεινό ξέφωτο. Εκεί ο εφηβικός εαυτός μας, σαν πυξίδα που έχει τρελαθεί, στριφογυρίζοντας ταυτόχρονα προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, γαλήνευε. Όσο απομακρυνόμασταν από την πόλη με τα οικεία σπίτια και τις γειτονιές τόσο αφήναμε πίσω μας τα καθημερινά και τα τετριμμένα. Εκεί μακριά, σε ένα άγνωστο μας βουνό ή παραλία επαναπροσδιοριζόμασταν, προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτή δηλαδή που μας έλεγε η καρδιά μας και όχι η μαμμά ή ο μπαμπάς μας.

Τα σημερινά παιδιά και οι έφηβοι νιώθουν συχνά blasés, στερούμενοι κινήτρων και προτύπων. Γιατί να μάθουν μια ξένη γλώσσα, γραμματικούς κανόνες και ορθογραφία όταν υπάρχει αυτόματος προφορικός μεταφραστής και διορθωτής στο κινητό τους; Τι να κάνουν τα μαθηματικά εφόσον μπορούν να έχουν στο λεπτό τη λύση σε μια πρόσθεση και διαίρεση; Γιατί να μάθουν ιστορία ή γεωγραφία αφού έχουν ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σε εγκυκλοπαίδειες και οι γνώσεις είναι στη διάθεσή τους ανά πάσα στιγμή; Το θεωρούν μάλιστα ανοησία να αφιερώσουν χρόνο, κόπο και μόχθο στη μάθηση όταν βλέπουν κάποιους να φτάνουν μέχρι και στην Ευρωβουλή μόνο με το άππωμα και τους πασιαμάδες.

Ακόμη και στην ανάθεση μιας έρευνα ή εργασίας, η τεχνητή νοημοσύνη θα μεριμνήσει στην πλήρη σύνταξη μιας έκθεσης. Στην τάξη, πλήξη και απάθεια καθώς οι καθηγητές αναλύουν τη διδακτέα ύλη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μερικών να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών. Άλλοι εκπαιδευτικοί κουράστηκαν και παραιτήθηκαν εδώ και καιρό, τους κατάπιε κι αυτούς το σύστημα. «Θέλουν ας μάθουν, θέλουν ας μεν μάθουν».

Ούτε οι εκδρομές τους ενθουσιάζουν πέρα από τη σκέψη πως θα χάσουν μάθημα. Ποιος τους αδικεί αφού και φέτος τους πήραν στο ίδιο χωριό, με το μοναστήρι που δεν είναι ακριβώς μοναστήρι, το χωριό που δεν είναι ακριβώς χωριό, αλλά μοιάζει με σκηνικό ενός χωριού, όπου στα μαγαζάκια πουλάνε από κινέζικα σουβενίρ μέχρι πολύχρωμους σουτζιούκκους που αγοράζουν οι τουρίστες και οι επισκέπτες. Στο λεωφορείο κοιμούνται ή βλέπουν βιντεάκια, και παίζουν παιχνίδια στα κινητά τους. Δεν μιλούν μεταξύ τους, ο καθένας με τ’ ακουστικά του ακούει τη δική του μουσική. Δεν παίζουν μπάλα ή ομαδικά παιχνίδια, δεν αστειεύονται, δεν φλερτάρουν. Ακόμη κι αν αυτό γίνεται είναι μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων.

Ο Τάκης τέλειωσε το λύκειο και τη στρατιωτική του θητεία και έφυγε για σπουδές στο εξωτερικό, χωρίς να τους έχουν πάρει ποτέ μέχρι τη μοιρασμένη πρωτεύουσα να δουν τον Πενταδάκτυλο, ούτε επισκέφτηκαν ποτέ με το σχολείο το οδόφραγμα της Λήδρας, του δρόμου ντροπής, που κόβεται στη μέση λόγω της κατοχής. Ούτε στο άλλο της Δερύνειας έχουν πάει ποτέ, να δουν από μακριά την κατεχόμενη Αμμόχωστο και τα Βαρώσια, τη φυλακισμένη περίκλειστη «πόλη φάντασμα». Τελικά τα φαντάσματα είμαστε εμείς που κινούμαστε μουδιασμένοι, παραιτημένοι και παραδομένοι στη μισή μας πατρίδα. Μπορεί τα φαντάσματα της εισβολής και κατοχής να στοιχειώνουν κάποιους από εμάς, άλλους όμως απλά τους αποκοιμίζουν.

Κι ύστερα διερωτόμαστε πώς χάσαμε έτσι την ελπίδα και τη μαχητικότητά μας; Τσαλακωμένοι παρακολουθούμε από τον καναπέ μας τηλεπαιχνίδια, εκπομπές μαγειρικής και «παιχνίδια επιβίωσης», εισβολές, μάχες, γενοκτονίες, σε απευθείας μετάδοση από τους δέκτες της τηλεόρασής μας. Ο ΟΗΕ το ίδιο τσαλακωμένος και μουδιασμένος όπως κι εμείς, παρακολουθεί αδρανής την καταπάτηση των ίδιων των ψηφισμάτων του.

Γι’ αυτό και η συλλογικότητα της αυτοσχέδιας χορωδίας των μαθητών που τραγουδούσαν και γελούσαν με την ψυχή τους κτυπώντας παλαμάκια ήταν ό, τι πιο αισιόδοξο και ελπιδοφόρο είδα εδώ και πολύ καιρό. Κι ας συνέβαινε σε ξένη χώρα.

dena.toumazi@gmail.com