Από το «Δημοσθένους λέξις», το «Φορτηγό» και τη «Ρεζέρβα» ώς τους «Κωλοέλληνες» και «Το Μητσοτάκ».

Με αφορμή τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση και οι αντιπαραθέσεις για το πόσο διάφορο και αυτόνομο είναι ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα –μουσικό ή εικαστικό έργο, βιβλίο, θεατρικό κ.ά.– από τον δημιουργό του και τα πιστεύω του. Η συζήτηση αφορά ιδίως τους δημιουργούς που εκφράζουν έντονη άποψη για την κοινωνία και την πολιτική. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, κάθε έργο αυτονομείται από τον δημιουργό του (κάποτε και από τις επόμενες επιλογές του) και μπορεί να αγγίζει διαφορετικούς ανθρώπους, ενίοτε για διαφορετικούς λόγους. Είναι γεγονός ότι ο Σαββόπουλος δεν υπήρξε ποτέ μονοσήμαντος, κοινότοπος και αναμενόμενος – η λέξη που τον χαρακτήριζε εξαρχής είναι απροσδόκητος, με τη θετική της σημασία.

Πολύς κόσμος που μεγάλωσε με τα τραγούδια του Σαββόπουλου –κι εγώ ο ίδιος– τον τοποθετεί ανάμεσα στους κορυφαίους ποιητές, καλλιτέχνες και διανοητές. Έγραφε πάντα με έναν δικό του ιδιαίτερο τρόπο, αμφιλεγόμενο ενδεχομένως, αλλά πάντα ξεχωριστό κι ενδιαφέροντα. Πολλοί ενοχλήθηκαν όταν ο επαναστάτης αντικομφορμιστής των πρώτων χρόνων, έγινε συντηρητικός νεο-ορθόδοξος – έδιωξε απ’ το μυαλό τις πίσω του σελίδες, όπως τραγουδούσε ήδη από το 1969. Γι’ αυτούς ο δημιουργός είναι κάτι σαν τοτέμ, και αν ποτέ αλλάξει η εικόνα που έχουν στο μυαλό τους γι’ αυτόν, ερήμην του εννοείται, αισθάνονται προδομένοι. Καθένας έχει το δικαίωμα να αναθεωρεί τις απόψεις του, αλλά όταν το κάνει δημοσίως ένας καλλιτέχνης, δύσκολα γίνεται αποδεκτό από μια μερίδα του ακροατηρίου του. Και ο Νιόνιος το έκανε περισσότερες από μία φορές.

Ποιος ήταν όμως ο Διονύσης Σαββόπουλος; «Ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά-σιγά με τα χρόνια», γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του (Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα, 2025) αποδομώντας (ή μήπως όχι;) τον εαυτό του. «Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο», λέει, και όποιος θέλει τον πιστεύει. [Δεν το διάβασα – γενικώς δεν με ενδιαφέρουν οι αυτο-εξομολογήσεις ή οι βιογραφίες, δεν χρειάζομαι πρόσβαση στην κλειδαρότρυπα κάποιου για να χαρώ ή να απορρίψω το έργο του. Το ίδιο νιώθω και για τα σπίτια-μνημεία, αυτά όπου «εδώ έζησε και δημιούργησε ο σπουδαίος Τάδε». Ε, και λοιπόν;].

Κάθε καλλιτέχνης είναι το έργο του. Παίρνουμε ό,τι μας αρέσει και το κάνουμε δικό μας, ό,τι δεν μας αρέσει το αφήνουμε. Τι γίνεται όμως –λέει ο συνήγορος του διαβόλου μέσα μας–  με τον δημιουργό που η ζωή και τα πιστεύω του είναι απαράδεκτα είτε έγινε κάποιος άλλος; Άμα ο Χίτλερ, π.χ., ζωγράφιζε έναν εξαιρετικό πίνακα, θα τον θαυμάζαμε; Πού κατατάσσουμε τον Σελίν και το παραληρηματικό «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» (1932), το περιβόητο όσο και διαβόητο βιβλίο του; Είναι τόσο καλογραμμένο όσο και εμετικό, σε συναρπάζει και σε απωθεί συγχρόνως, όμως επηρέασε με το ύφος του τη γαλλική λογοτεχνία. Ο Νιόνιος, φυσικά, δεν υπήρξε Χίτλερ ούτε Σελίν. Ήταν ένας ιδιοφυής διασκεδαστής ο οποίος είχε πάντα κάτι να μας πει που μας αφορούσε, είτε συμφωνούσαμε είτε όχι.

Στη διάρκεια των χρόνων που τρέχουν χύμα, πέρασε από το «Βιετνάμ γιε-γιε» και τη «Συννεφούλα» στην εκπληκτική «Ρεζέρβα» (Για τα παιδιά που ’ναι στο κόμμα, Για την Κύπρο, Για τον σοσιαλισμό, το τολμηρό και σοκαριστικό Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο) στον «Μπάλλο» και στη «Μαύρη θάλασσα», για να φτάσει στο «Κούρεμα» και στους «Κωλοέλληνες». Ε, και λοιπόν; Ούτως ή άλλως, όπως τραγουδούσε το 1972 στο «Δημοσθένους λέξις», βγαίνοντας απ’ τη φυλακή «…θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί/ μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες…». Το 1989 τραγουδά για τους τσιφτετέλληνες, «…των συντρόφων τους θύτες/ για αμνηστία αλήτες/ τώρα διοικητές./ Κράτος ασυστόλων/ και πεσμένων κώλων/ κωλοέλληνες». Ενώ αργότερα θέλει το μητσοτάκ «προπάντων ικανό να βγάλει από τη μέση/ το κνώδαλο αυτό, τον παπατζή./ Αντί, αντί πολιτική,/ αντιπολιτική τ’ όνομά μου/ κι ο δρόμος μου γραμμή/ όλος ζικ-ζακ το μητσοτάκ, το μητσοτάκ».

Κνώδαλο ο Ανδρέας Παπανδρέου, όμως να πώς «υμνεί» τον Μητσοτάκη: Προτείνει «τον ψηλό που μοιάζει με ροφό», που είναι «άνθρωπος μουλιάπας, χαρά Θεού», διαλέγει όμως ό,τι μπορεί… «που να ’ναι και φτηνό»! Απίστευτος Νιόνιος! Το νεότερο Μητσοτάκ, με το περίσσιο θράσος που τον χαρακτηρίζει, εκφώνησε επικήδειο («δεν έχει δικαίωμα να αποτύχει», είχε πει γι’ αυτόν ο Σαββό), ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν τους ηγέτες της Αριστεράς επειδή απουσίασαν. Αλλά ποιον απ’ όλους τους ρόλους του τίμησαν όσοι πήγαν – και πόσοι «κωλοέλληνες» πήγαν γι’ αυτόν και όχι για να τους δουν οι άλλοι; Ποια είναι σήμερα η Αριστερά, εκτός από τη «βαριά κουμουνισμένη»; Ο ίδιος ο Σαββόπουλος τι ακριβώς ήταν; Στην πραγματικότητα, βεβαίως, τίποτα απ’ αυτά δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι «οι δρόμοι θα ’ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη», όπως ήταν κάποτε και για τον Νιόνιο. Ευτυχώς, για κάποιους από εμάς η θεία Μάρω έχει φυλάξει λίγο χαλβά, ακόμα φρέσκο παραδόξως, κι ας είναι από το 1975…

chrarv@philelefheros.com

MINORITY REPORT, 02.11.2025