Κάθε φορά που ένα άσχημο συμβάν συγκλονίζει την κοινή γνώμη, μια βίαιη πράξη, ένα περιστατικό εκφοβισμού, μια απρόβλεπτη έκρηξη συμπεριφοράς, ένας περίεργος θάνατος και δη σε κρατική δομή, σχεδόν αυτόματα ξεπηδά από τα τηλεπαράθυρα και τα κοινωνικά δίκτυα ο περίφημος «φόβος του μιμητισμού». Ξαφνικά, όλοι θυμούνται τον κίνδυνο να αντιγράψουν κάποιοι άλλοι το ίδιο γεγονός. Και τότε, με περισπούδαστο ύφος, διάφοροι «ειδήμονες» επί παντός επιστητού και ξερόλες του καφενέ, επικαλούμενοι δεοντολογίες και κανόνες με ύφος χιλίων καρδιναλίων… υψώνουν το δάχτυλο, απαιτώντας φίμωση της ενημέρωσης, λογοκρισία και προστασία των «ψυχολογικά» ευάλωτων.
Των ανθρώπων που έγιναν ευάλωτοι σε καθετί όχι τυχαία, αλλά επειδή εμείς, συλλογικά και συνειδητά, τους στερήσαμε κάθε στήριγμα διαχείρισης που θα μπορούσε να κρατήσει όρθια την ψυχολογική τους ύπαρξη. Τους απομονώσαμε μέσα σε μια κοινωνία που εξιδανικεύει την αυτάρκεια και που χλευάζει την αδυναμία. Αποτέλεσμα, έχουν γίνει τόσο εύθραυστοι ώστε να σπάνε ακόμα και στο άγγιγμα. Φτιάξαμε έναν κόσμο χωρίς αντοχές, αλλά απαιτούμε ανθεκτικότητα.
Στο δια ταύτα, για άλλη μια φορά, η δημόσια συζήτηση γίνεται στο πιο ρηχό επίπεδο. Επικαλούνται τον μιμητισμό όσοι αρνούνται να δουν την πραγματική του ρίζα. Όχι στην προβολή ενός γεγονότος, αλλά στη νοοτροπία μιας κοινωνίας που τον καλλιεργεί καθημερινά. Γιατί ο πραγματικός μιμητισμός δεν γεννιέται από ένα ρεπορτάζ ή ένα βίντεο που «διέρρευσε», αλλά μέσα στα σπίτια, στις οθόνες και στα χέρια μας.
Τα ίδια χέρια που κρατούν ένα χειριστήριο, οδηγώντας εικονικά σε φόνους, λεηλασίες και καταστροφές, χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα ίδια μάτια που χαζεύουν για ώρες «σειρές εγκλήματος» και «ταινίες τρόμου», όπου η βία σερβίρεται ως ψυχαγωγία, όχι ως μάθημα. Κι ύστερα, οι ίδιοι άνθρωποι σπεύδουν να κουνήσουν το δάχτυλο μιλώντας για «μίμηση κακών προτύπων».
Με τόση ευκολία! Πόση υποκρισία! Ο μιμητισμός που καταγγέλλουν οι αυτόκλητοι τιμητές δεν είναι τίποτε άλλο από τον καθρέφτη των ίδιων τους των επιλογών. Οι ίδιοι που ωρύονται για «τοξικά πρότυπα», και, κατακρίνουν τα ΜΜΕ για δημοσιοποίηση τέτοιων συμβάντων, είναι αυτοί που τα αφήνουν ανεξέλεγκτα μέρα και νύχτα στο διαδίκτυο και στα gaming. Είναι αυτοί που ταΐζουν τα παιδιά τους με άκριτη τηλεοπτική κουλτούρα, όπου η υπεροψία, η επιθετικότητα και ο εντυπωσιασμός βαφτίζονται «ψυχαγωγία».
Και φυσικά, ουδείς σκέφτεται πως ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι ότι ένα παιδί θα «μιμηθεί» ένα γεγονός, αλλά ότι θα μάθει να ζει σε έναν κόσμο που του λέει συνεχώς να μιμείται. Να μιμείται πρότυπα, εικόνες, συμπεριφορές. Να μην σκέφτεται, να αναπαράγει. Να γίνει κι αυτός ένα αντίγραφο μέσα σε μια κοινωνία αντιγράφων. Μια κοινωνία που εκπαιδεύει τα μέλη της να αντιγράφουν και να αναπαράγουν χωρίς κρίση, από τις αγορές ρούχων μέχρι τις απόψεις και τις αντιδράσεις τους στο διαδίκτυο.
Ο μιμητισμός δεν είναι, λοιπόν, ένας τυχαίος κίνδυνος που καραδοκεί όταν συμβεί κάτι αρνητικό. Είναι η βασική νοοτροπία πάνω στην οποία στηρίξαμε την κοινωνική μας λειτουργία. Από τα σχολεία που αποθαρρύνουν τη διαφορετική σκέψη, μέχρι τα μέσα ενημέρωσης που επιβραβεύουν την ευκολία και το επιφανειακό. Από τις πολιτικές συζητήσεις που γίνονται σε μορφή τηλεοπτικού καβγά, μέχρι την καθημερινότητα των social media όπου η μίμηση θεωρείται δημιουργικότητα.
Ας σταματήσουμε, λοιπόν, να επινοούμε φανταστικούς ενόχους κάθε φορά που συμβαίνει κάτι σοκαριστικό. Η επίκληση του μιμητισμού δεν είναι παρά ένα εύκολο άλλοθι για να μην κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Για να μην αναγνωρίσουμε πως η βία, η ασέβεια και η απάθεια δεν μας επισκέπτονται απ’ έξω, τις παράγουμε εμείς, με τις συνήθειες, τις παραλείψεις και την κενή μας κουλτούρα.
Αν θέλουμε πραγματικά να μιλήσουμε για μιμητισμό, ας μιλήσουμε πρώτα για τη μίμηση της ανευθυνότητας, της ευκολίας και της ψευδοηθικής. Για τη μίμηση των ενηλίκων που παριστάνουν τους σοβαρούς, ενώ αναπαράγουν τα ίδια στερεότυπα που καλλιεργούν την αδιαφορία. Για τη μίμηση των «σοφών» σχολιαστών που μιλούν για τα πάντα, χωρίς να ξέρουν σχεδόν τίποτα.
Η αλήθεια είναι πως δεν κινδυνεύουμε να γίνουμε μιμητές ενός μεμονωμένου επεισοδίου. Κινδυνεύουμε να παραμείνουμε μιμητές μιας κοινωνίας που έχασε τη φωνή της. Μιας κοινωνίας που δεν παράγει στοχασμό, αλλά αντίγραφα του ίδιου της του κενού. Και όσο συνεχίζουμε να βαφτίζουμε «μίμηση» κάθε ανεπιθύμητη πράξη, τόσο απομακρυνόμαστε από την αυτοκριτική που θα μπορούσε να μας βγάλει από το τέλμα.
Ο «μιμητισμός» δεν είναι απειλή. Είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που έχει ξεχάσει να σκέφτεται μόνη της. Και όσο εμείς συνεχίζουμε να αναζητούμε ευθύνες στους άλλους, θα συνεχίζουμε να παράγουμε νέες γενιές που θα κάνουν ακριβώς το ίδιο, μιμούμενοι εμάς.