Ο αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέστειλε στον Πρόεδρο του Ισραήλ Ισαάκ Χέρτζογκ μια επιστολή με την οποία επανέλαβε την ομολογουμένως άκομψη, ακόμα και για τα δικά του δεδομένα, παρέμβαση την οποία είχε κάνει ενώπιον της Κνέσετ κατά την ομιλία του στο πρόσφατο ταξίδι του στο Ισραήλ, ζητώντας να αμνηστευθεί ο Βενιαμίν Νετανιάχου.

Όσοι είδαν την ομιλία, θυμούνται σίγουρα το στιγμιότυπο. Καθώς μιλούσε για τον Νετανιάχου, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε μια παύση και είπε απευθυνόμενος στον Ισραηλινό ομόλογό του: «Έχω μια ιδέα, κύριε Πρόεδρε. Γιατί δεν του δίνετε χάρη;». Για να προσθέσει δείχνοντας τον ισραηλινό Πρωθυπουργό: «Παρεμπιπτόντως, αυτό δεν ήταν στην ομιλία, όπως πιθανώς γνωρίζετε. Αλλά τυγχάνει να μου αρέσει αυτός ο κύριος εδώ».

Αν και η ημερομηνία αποστολής της επιστολής δεν έγινε γνωστή, λογικά δεν μπορεί να είναι προγενέστερη εκείνου του στιγμιότυπου. Όπως όμως και να έχει, εάν εκείνη η ημέρα στην Κνέσετ έφερε τον Χέρτζογκ σε δύσκολη θέση η επίσημη επιστολή έκανε τα πράγματα απείρως δυσκολότερα.

Η «αίτηση» Τραμπ για απονομή χάρης στον Νετανιάχου αφορά βεβαίως τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και για τις οποίες δικάζεται αυτή τη στιγμή. Και είναι τρεις:

  1. Δωροδοκία και κατάχρηση εμπιστοσύνης («Υπόθεση 1000»): Κατηγορείται ότι έλαβε ακριβά δώρα, πούρα, σαμπάνια, κοσμήματα και άλλα για τον ίδιο και τη σύζυγό του, συνολικής αξίας έως και ενός εκατομμυρίου σέκελ (περίπου 270,000 ευρώ), από πλούσιους επιχειρηματίες σε αντάλλαγμα για χάρες. Οι οποίες, κατά το κατηγορητήριο, είχαν να κάνουν με διευκολύνσεις για ΜΜΕ. 
  1. Απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης («Υπόθεση 2000»): Οι δύο μεγαλύτερες εφημερίδες στο Ισραήλ είναι η αντιπολιτευόμενη «Γεντιότ Αχρονότ» και η «Ισραήλ Χαγιόμ» η οποία υποστηρίζει τον Νετανιάχου. Η δεύτερη διανέμεται δωρεάν. Ο Νετανιάχου κατηγορείται ότι συζητούσε με τον εκδότη της της «Γεντιότ Αχρονότ» την προώθηση νομοσχεδίου με το οποίο θα απαγορευόταν η κυκλοφορία δωρεάν εφημερίδων σε πανεθνική βάση με αντάλλαγμα την ηπιότερη στάση της «Γεντιότ Αχρονότ» έναντι του.
  1. Κατάχρηση εμπιστοσύνης και δωροδοκία (Υπόθεση 4000): Κατηγορείται ότι παραχώρησε ρυθμιστικά οφέλη στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών Bezeq ύψους 1,8 δισεκατομμυρίου σέκελ (περίπου 470 εκατομμυρίων ευρώ) ως αντάλλαγμα για ευνοϊκή κάλυψη από το news portal του, Walla, το οποίο είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές στη χώρα με 25-30 εκατομμύρια επισκέψεις μηνιαίως.

Ο Νετανιάχου αρνείται τις κατηγορίες. Και αυτό περιπλέκει τα πράγματα. Ο Πρόεδρος Χέρτζογκ εξήγησε ότι χάρη μπορεί να απονεμηθεί κατόπιν αίτησης του ιδίου του κατηγορουμένου ή συγγενικού του προσώπου μόνο και κατόπιν παραδοχής ενοχής. Επιπλέον, πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λένε ότι αυτό μπορεί να γίνεται μόνο μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου. Μόνο μία φορά είχε γίνει πριν, το 1993, σε μια δίκη πρακτόρων της Σιν Μπετ, των μυστικών υπηρεσιών για το εσωτερικό του Ισραήλ. Ακόμα όμως και εάν ο Χέρτζογκ το κάνει, θα πρέπει να θεωρείται σίγουρο ότι οργανώσεις της αντιπολίτευσης θα προσφύγουν στο Ανώτατο με το οποίο ο Νετανιάχου βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο.

Ως προς την έκβαση της δίκης: Το Ισραήλ πάει σε εκλογές σε ένα χρόνο, τον Οκτώβρη του 2026. Εάν μέχρι τότε τελειώσει η δίκη και ο Νετανιάχου αθωωθεί, αυτό θα τον ενισχύσει, αν και οι Ισραηλινοί δεν ξεχνούν το ζήτημα της ανάληψης σε πολιτικό επίπεδο των ευθυνών για την 7η Οκτωβρίου το οποίο εκκρεμεί.

Εάν καταδικαστεί, υπάρχει και η πιθανότητα να μην καταδικαστεί σε όλα όσα του προσάπτονται. Εάν λοιπόν καταδικαστεί σε κάποιο αδίκημα το οποίο εμπίπτει στον όρο «αδίκημα ντροπής» το οποίο αφορά ηθική αισχρότητα αποκλείεται αυτόματα από την άσκηση πολιτικής. Εάν όμως κριθεί ένοχος μόνο σε αδικήματα που δεν εμπίπτουν σε αυτό το πλαίσιο, τότε δικαιούται να πολιτεύεται. 

Υπάρχει και το ενδεχόμενο συμφωνίας Νετανιάχου – γενικής Εισαγγελίας, όμως η νυν Εισαγγελέας Γκάλι Μπαχαράβ-Μιαρά, απαιτεί ο Νετανιάχου να αποδειχθεί ενοχή και να αποχωρήσει από την πολιτική ζωή. Η κυβέρνηση Νετανιάχου ξεκίνησε τη διαδικασία παύσης της Μιαρά τον περασμένο Μάρτιο, το Υπουργικό προχώρησε στην παύση τον Αύγουστο και το Ανώτατο Δικαστήριο παρενέβη αυτεπαγγέλτως χαρακτηρίζοντάς την παράνομη και ακυρώνοντάς την. Συνεπώς δεν φαίνεται να υπάρχουν ιδιαίτερες πιθανότητες για αυτό το σενάριο.

Και βεβαίως υπάρχει και η ευρύτερη διάσταση. To δικαστικό σύστημα του Ισραήλ θεωρείται με βάση τον Δείκτη του Freedom House ισχυρό και ανεξάρτητο. Συγκεντρώνει 73/100 μονάδες. 

Το ενδεχόμενο να «υπακούσει» το Ισραήλ στον Τραμπ, παρά το 76% αποδοχής που έχει πλέον ο αμερικανός Πρόεδρος στην ισραηλινή κοινωνία, δεν είναι κάτι που οι πλείστοι Ισραηλινοί βλέπουν θετικά. Τo 48% αντιτίθεται στην ανάμιξη Τραμπ και το 44% την υποστηρίζει. Οι πλείστοι αν και θέλουν να τελειώσει αυτή η ταλαιπωρία της δίκης η οποία κρατά για πέντε χρόνια και έχει προκαλέσει τεράστια προβλήματα, νιώθουν ότι η αποδοχή μιας τέτοιας παρέμβασης συνιστά αυτοαναίρεση του κράτους δικαίου και της σοβαρότητας του Ισραήλ.

Εντός ομιλίας λοιπόν ή εκτός, το ζήτημα δεν είναι τόσο εύκολο όσο το παρουσιάζει ο Τραμπ. Είτε όντως πιστεύει κάτι τέτοιο είτε το κάνει απλώς για να έχει ακόμα περισσότερο υπόχρεο – και στο χέρι – τον ισραηλινό Πρωθυπουργό.