Στην προχθεσινή Στήλη μου, έκλεισα με ένα Υστερόγραφο, «από τον άθλιο προβοκάτορα που ελλοχεύει εντός μου και πάντα βρίσκει μια αφορμή για να με αναστατώνει».

Σκέφτομαι, λέει, να κάναμε μια μεγάλη έρευνα με αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, όχι με συγκεκριμένες, δημοσκοπικές ερωτήσεις, π.χ. «θα ήθελες λύση του Κυπριακού;», «ΝΑΙ». «ΟΧΙ». Ή και «ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩ».

Αλλά, πιο ψαγμένη έρευνα. Με ερωτήσεις όπως «τι είδους λύση θα ήθελες τώρα;». Πιο περιγραφικά:

«Θα δεχόσουν να λάμβανες μέρος σε ένα πρόγραμμα διαβίωσής σου σε κάποιο κατεχόμενο μέρος του βορρά, συμμετοχής σε κάποιες δράσεις που θα βοηθούσαν μια πιο καλή επικοινωνία;».

Ας μην επεκταθώ πολύ – έγραφα προχθές. Υπάρχουν τέτοια μοντέλα. Αλλά και μόνο η άσκηση του να σκεφτεί κάποιος πραγματικά τι θα έκανε εάν υλοποιείτο κάτι τέτοιο, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου θα υπήρχε και εργασία, είτε εξ αποστάσεως, είτε και επί τόπου.

Χωρίς καμία παρέμβαση από καμία Αρχή. Παρά μόνο με παροχή πρακτικής βοήθειας όποτε κάποιος τη χρειαστεί. Ως εδώ, φτάνει. Η απόσταση είναι μικρή. Το να τη διανύσεις, μεγάλη και επίπονη».

Την επόμενη μέρα, έλαβα αυτό το email από την αναγνώστριά μας, στο οποίο σήμερα αναφέρομαι πάλι, με τη δική της άδεια.

«Κύριε Μιχαηλίδη,

Διάβασα στην εφημερίδα το άρθρο σας. Διαβάζω τα άρθρα σας σχεδόν καθημερινά. Νομίζω πως με συνδέει μαζί σας η αγάπη για τα βιβλία και τη λογοτεχνία, η αγάπη στη κλασική μουσική. Μ’ αρέσει που συχνά μου κεντρίζετε το ενδιαφέρον, την περιέργεια να ψάξω, να αναζητήσω, να μάθω. Σήμερα, όμως, κάτι με ενοχλεί. Κι άλλες φορές διαφωνώ με απόψεις σας, τις οποίες σέβομαι και προσπαθώ να κατανοήσω. Αυτό είναι μέρος των ανθρώπινων σχέσεων που βασίζονται στον αλληλοσεβασμό.

Το χωριό μου είναι η Ακανθού, στην πλαγιά του Πενταδακτύλου. Εκεί βρίσκεται η παιδική μου ηλικία, η μνήμη μου, που “όπου και να την αγγίξεις πονεί”. Γι’ αυτό δεν καταλαβαίνω την πιθανή ερώτηση: “Θα δεχόσουν να λάμβανες μέρος σε ένα πρόγραμμα διαβίωσης σου σε κάποιο μέρος του βορρά, συμμετοχής σε κάποιες δράσεις που θα βοηθούσαν μια πιο καλή επικοινωνία;”. Το “κάποιο μέρος του βορρά” είναι η πατρίδα μου, είναι το σπίτι μου, που μου το έκλεψαν.

Σίγουρα θα πήγαινα, αν σε μια δράση που θα βοηθούσε την επικοινωνία, θα ήμουν ελεύθερη να ζήσω στο σπίτι μου, στο χωριό μου, να προσκυνήσω στην εκκλησία του Χρυσοσώτηρα, που σήμερα είναι τζαμί. Να ζήσω ελεύθερη, χωρίς την απειλή του Τούρκου κατακτητή. Αυτός δεν είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι η πιο καλή επικοινωνία; Θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε πολλά όμως…».

Της απάντησα: «Σας ευχαριστώ πολύ. Θα μπορούσα να κοινοποιήσω στην Στήλη μου την επιστολή σας; Είναι και για μένα βάλσαμο να επικοινωνώ με αναγνώστες/ αναγνώστριες που διατυπώνουν κόσμια και ουσιαστικά τις απόψεις τους; Καλές γιορτές να έχουμε. Η καλύτερη θα είναι όταν ελευθερωθεί το νησί μας. Χρήστος».

Και το Υστερόγραφο, ο επίλογος από την Μαρία Κ.Ι:

«Μπορείτε να το δημοσιεύσετε. Αρέσει και σε μένα η συζήτηση, που διεξάγεται με σεβασμό στην άποψη του συνομιλητή μου. Πλέον, ακούμε άναρθρες κραυγές και φανατισμό. Καλές Γιορτές σε μια ελεύθερη πατρίδα!»

Αμήν!

ΥΓ: Στον τόπο μας τον δύσκολο και πελαγωμένο, η έντονη αντιπαράθεση, με όρους «εμφύλιας διαμάχης», όπου η διαφορετική άποψη, απ’ όποια πλευρά και αν διαλαλείται, ισοδυναμεί περίπου ως εσχάτη προδοσία. Το ζήσαμε και στο περίφημο δημοψήφισμα επί του Σχεδίου Ανάν.

Φωτογραφία της Ακανθούς. Ατενίστε ομορφιά!