Αν η κατασπατάληση δημοσίου χρήματος είχε τρόπαιο, οι αποτεφρωτήρες των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου θα βρίσκονταν μόνιμα στην προθήκη. Όχι μόνο επειδή κόστισαν στον φορολογούμενο σχεδόν €2,3 εκατομμύρια, αλλά επειδή δεν λειτούργησαν ποτέ, δεν εξυπηρέτησαν καμία ανάγκη και, τελικώς, κατέληξαν να πωλούνται για ένα ποσό που μετά βίας καλύπτει το κόστος ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου.

Ο αποτεφρωτήρας του αεροδρομίου Πάφου, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του συναδέλφου Φάνη Μακρίδη, πωλήθηκε τις πρώτες ημέρες του μήνα έναντι περίπου €7.000. Ναι, καλά διαβάσατε. Από τα εκατομμύρια ευρώ σε μερικές ψωροχιλιάδες. Από το «αναπτυξιακό έργο» στο ξεπούλημα. Και από τη «χρηστή διοίκηση» στο απόλυτο φιάσκο.

Ο μοναδικός πραγματικά κερδισμένος αυτής της ιστορίας φαίνεται να είναι ο εργολάβος που ανέλαβε πριν από δύο δεκαετίες ένα έργο καταδικασμένο να αποτύχει. Ο μεγάλος χαμένος, για ακόμη μία φορά, είναι ο απλός πολίτης, ο οποίος πλήρωσε, ξαναπλήρωσε και τελικώς παρακολούθησε τη δημόσια περιουσία να εξαϋλώνεται. Χωρίς κανένας να λογοδοτήσει. Και το πιο εξοργιστικό; Το φιάσκο ήταν απολύτως προβλέψιμο.

Η ιστορία είναι παλιά. Η Ελεγκτική Υπηρεσία, ήδη από το 2003–2004, είχε προειδοποιήσει. Το σκάνδαλο, όμως, παραμένει φρέσκο, επειδή ουδέποτε αποδόθηκαν ευθύνες. Το κράτος αποφάσισε, πλήρωσε, καθυστέρησε, αποζημίωσε, τερμάτισε συμβάσεις και στο τέλος έμεινε με δύο άχρηστες εγκαταστάσεις. Και φυσικά, όπως σχεδόν πάντα, ουδείς πλήρωσε.

Τα στοιχεία είναι αμείλικτα. Συμβόλαια υπογράφηκαν χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι αναγκαίες άδειες λειτουργίας. Περιβαλλοντικοί όροι αγνοήθηκαν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θεωρούσε βιώσιμη τη συγκεκριμένη μέθοδο διαχείρισης αποβλήτων. Και όμως, η μηχανή του κράτους προχώρησε κανονικά. Λες και δεν είχε σημασία αν το έργο μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει.

Ακόμη και όταν η διαχειρίστρια εταιρεία των αεροδρομίων ξεκαθάρισε ότι δεν χρειάζεται τους αποτεφρωτήρες, επειδή εφαρμόζει άλλη μέθοδο διαχείρισης απορριμμάτων, το κράτος δεν φρέναρε. Αντιθέτως, συνέχισε να πληρώνει. Πλήρωσε καθυστερήσεις που προκάλεσε το ίδιο. Πλήρωσε αποζημιώσεις για τερματισμό συμβάσεων. Πλήρωσε για ένα έργο που από την πρώτη ημέρα ήταν πολιτικά βολικό και τεχνικά καταδικασμένο.

Και όταν, χρόνια αργότερα, ήρθε η ώρα να γίνει ο λογαριασμός, το αποτέλεσμα ήταν κυνικό: Ο αποτεφρωτήρας της Λάρνακας παραμένει αποσυναρμολογημένος από το 2006 σε περιφραγμένο χώρο, ενώ εκείνος της Πάφου εκποιήθηκε σαν άχρηστο απόθεμα. Δημόσια περιουσία αξίας εκατομμυρίων, σε τιμή ευκαιρίας.

Αυτή δεν είναι απλώς κακοδιαχείριση. Είναι εγκληματική αμέλεια. Που τρέφεται από ένα διαχρονικό πολιτικό άλλοθι: «Φταίει το σύστημα». Όχι τα πρόσωπα. Όχι οι υπογραφές. Όχι οι αποφάσεις. Πάντα το απρόσωπο σύστημα. Έτσι, κανείς δεν καλείται να επιστρέψει ούτε ένα ευρώ. Κανείς δεν οδηγείται ενώπιον πειθαρχικού. Κανείς δεν αισθάνεται ότι η τσέπη του κινδυνεύει όταν παίζει με τα χρήματα των άλλων.

Αναπόφευκτα προκύπτει το καίριο ερώτημα: Ποιος πληρώνει για όλα αυτά; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι η γνωστή: Κανένας. Ούτε πολιτική ευθύνη, ούτε πειθαρχικές διαδικασίες, ούτε αστικές αξιώσεις για ζημιά στο δημόσιο. Ούτε καν η στοιχειώδης απαίτηση να αναζητηθούν ευθύνες για αποφάσεις που φόρτωσαν στους πολίτες ένα κόστος σχεδόν €2,3 εκατομμυρίων. Για ένα έργο που δεν λειτούργησε ούτε μία ημέρα. Αυτό ακριβώς είναι το πραγματικό σκάνδαλο. Όχι μόνο τα χαμένα χρήματα, αλλά η θεσμοθετημένη ατιμωρησία.

Κάπου εδώ, όμως, τελειώνουν οι δικαιολογίες. Αν η Πολιτεία θέλει να πείσει ότι παίρνει στα σοβαρά τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, οφείλει να κάνει το αυτονόητο, όσο δύσκολο και αν φαντάζει. Να θεσμοθετήσει την προσωπική ευθύνη. Να ψηφίσει νόμους που να προβλέπουν ότι όσοι, με πράξεις ή παραλείψεις τους, επιβαρύνουν το δημόσιο με δυσθεώρητα ποσά, να πληρώνουν. Όχι με δηλώσεις. Όχι με «μαθήματα που πήραμε». Με χρήματα.

Διότι όσο η ζημιά παραμένει συλλογική και η ευθύνη αόρατη, τα σκάνδαλα θα επαναλαμβάνονται. Και κάθε επόμενος αποτεφρωτήρας, κάθε επόμενο φιάσκο, θα συνοδεύεται από την ίδια μονότονη κατάληξη: «Έγιναν λάθη, αλλά κοιτάμε μπροστά».

Μόνο που μπροστά, εδώ και χρόνια, υπάρχει απλώς ένας σωρός από σκάνδαλα. Ένας γιγάντιος σωρός από χαμένα εκατομμύρια. Και μια κοινωνία που πληρώνει –ξανά και ξανά– για την πολυτέλεια της κρατικής ανευθυνότητας.

Και ο λογαριασμός, όπως πάντα, καταλήγει στον ίδιο παραλήπτη: Τον πολίτη.