Όταν η κυβέρνηση Χριστόφια άνοιγε ποινική υπόθεση επειδή ένας πολίτης χρησιμοποίησε τη φράση «βλάκα παραιτήσου» όταν συνάντησε την προεδρική πομπή σε κάποια φώτα τροχαίας, δεν έγινε το σώσε. Γράφτηκαν μερικές γραμμές, από 2-3 ανθρώπους που έγραφαν ήδη εναντίον του Χριστόφια, σημειώθηκε ως γεγονός και στις τότε διαδηλώσεις για το Μαρί και ύστερα, ο καημένος ο πολίτης, βολόδερνε στα δικαστήρια μονάχος και για χρόνια. Δεν έβγαλε άχνα ούτε ο βουλευτής Χρίστος Χριστόφιας, που έγραφε προχτές πως «ποτέ δεν κινήσαμε νομικές διαδικασίες».

Βέβαια, για αυτήν όπως και για άλλες υποθέσεις (όπως τα εξώφυλλα της Εφημερίδας «Ένωσις» ή το «Χριστόφιας Watch») εναντίον της ελευθερίας της έκφρασης, ούτε το «νεογεννηθέν» ΕΛΑΜ ούτε ασφαλώς ο ακελικός ΔΗΣΥ του Αναστασιάδη είχαν βγάλει άχνα ούτε η πλειοψηφία των υπολοίπων κομμάτων. Τότε, βλέπετε, δεν ήταν στα φόρτε τους τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να αλιεύουν ψήφους τα κόμματα και οι εκπροσώποι τους, αλλά δεν έδιναν και δεκάρα για τον εκφασισμό της κοινωνίας. Δεν είχε και νόημα να ηθικολογούν και να εκμεταλλεύονται μια κατάσταση (ή τη θρησκεία) για να αποκτήσουν πολιτικό κεφάλαιο.

Αλλά και σήμερα, η τέχνη, η έκφραση, η ελευθερία της, το δικαίωμα στην υποκειμενικότητα δεν είναι δουλειά των κομμάτων. Δεν είναι δουλειά καν της σημερινής κοινωνίας, τοπικής ή παγκόσμιας. Είναι ζητήματα που έχουν επιλυθεί και διευκρινιστεί προ πολλού, μετά από πολέμους ή επαναστάσεις, αλλαγές ή τροποποιήσεις συνταγμάτων, θυσίες, αγώνες, κατακτήσεις. Είναι ζητήματα που ξεπερνούν μια προσωπική ή/και συλλογική αισθητική, μα και όσα προσβάλλονται από τη λογική ή/και το παράλογο ενός καλλιτέχνη, ενός συγγραφέα, ενός ζωγράφου, ενός κωμικού κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ..

Στο διά ταύτα, η υπόθεση με τον Γαβριήλ και τους πίνακές του, δεν αφορά πια τη ζωγραφική, όπως και η υπόθεση που περιγράφουμε παραπάνω δεν αφορούσε την προσβολή του θεσμού του Προέδρου. Αφορά τα όρια και την ενόχληση που αισθάνεται η (δημοκρατική) κοινωνία, ένα μέρος της ή ο όχλος του διαδικτύου, από μια έκθεση ζωγραφικής κάπου στην Πάφο. Διότι, η θρησκεία δεν απειλείται από κάτι τέτοιο ούτε τα θεία προσβάλλονται από κάτι που χαρακτηρίζεται κακόγουστο, χυδαίο ή αποκρουστικό.

Επίθετα που θα μπορούσαν να δοθούν, όχι από τα επίσης κακόγουστα, χυδαία και αποκρουστικά κόμματα, αλλά από όποιον ήθελε να σχολιάσει τους πίνακες του Γιώργου Γαβριήλ. Και δικαιούται ο καθένας (σχετικός ή άσχετος) να σχολιάσει μια έκθεση ή έναν πίνακα, αλλά όλα αυτά που συζητούνται, δημιουργούν την αίσθηση πως θέλουμε η τέχνη να μην είναι τέχνη, αλλά διακόσμηση.

Εν ολίγοις, το επιχείρημα της «προσβολής» είναι επικίνδυνο και δημιουργεί φόβο, όχι μόνο για έναν καλλιτέχνη, που «μυρίστηκε ψόφιο» και επαναλαμβάνεται ενώ έχει τόσα πολλά να πει, μα για όλους. Εδώ έγκειται και η χυδαιότητα της πολιτικής εκμετάλλευσης και της υποκρισίας όσων δεν αισθάνονται υπόλογοι στην ίδια τη δημοκρατία. Όσων, με ευχαρίστηση, θα συμμετείχαν και σε άλλα πολιτικά συστήματα ή καθεστώτα, φτάνει να είχαν το κόμμα, την έδρα, την εξουσία και τις δεξαμενές τους. Άλλωστε, «φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα», δεν είχαν ποτέ αισθητική για το τι είναι ή τι μπορεί να είναι τέχνη, εθνικό, αληθινό, ανθρώπινο.