Καθώς η Κύπρος ετοιμάζεται να αναλάβει την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιανουάριο, η στάση της Λευκωσίας στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποκαλύπτει τόσο τις φιλοδοξίες όσο και τα διλήμματα που αντιμετωπίζει. Η παρέμβαση του Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη σχετικά με τη ρήτρα εξαίρεσης της Τουρκίας από τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας για αμυντικές ανάγκες αναδεικνύει μια θεμελιώδη ένταση στην ευρωπαϊκή πολιτική: πώς μπορεί η ΕΕ να υπερασπίζεται τις αρχές της ενώ ταυτόχρονα διατηρεί στρατηγικές συμμαχίες με κράτη που τις παραβιάζουν;

Η λογική πίσω από την κυπριακή πρωτοβουλία είναι απλή και συνάμα ισχυρή: τα ευρωπαϊκά κεφάλαια που προορίζονται για την άμυνα της Ουκρανίας δεν πρέπει να καταλήγουν σε χώρες που κατέχουν ευρωπαϊκό έδαφος ή απειλούν κράτη-μέλη. Δεν χρειάζεται κανείς να αναφέρει ονόματα για να καταλάβει ότι πρόκειται για την Τουρκία, η οποία για περισσότερα πενήντα έτη κατέχει το βόρειο τμήμα της Κύπρου και συνεχίζει να εκφέρει απειλές κατά της Λευκωσίας και της Αθήνας.

Προκύπτει ταυτόχρονα κι ένα σημαντικό ερώτημα: Πως θα διασφαλίζεται ότι η χρηματοδότηση προς την Ουκρανία θα μπορεί να επιτηρηθεί επαρκώς ώστε να διασφαλιστεί αυτό που Λευκωσία και Αθήνα εισηγούνται. Μπορεί η όλη προσέγγιση να μοιάζει με εκείνη που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του προγράμματος SAFE, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν (στο παρών στάδιο) οι ίδιες ασφαλιστικές δικλείδες.

Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή ανοίγει ένα ευρύτερο ζήτημα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθώς η διεύρυνση επανέρχεται στο προσκήνιο, με την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τα Δυτικά Βαλκάνια να αναμένουν την είσοδό τους, η ΕΕ οφείλει να αποφασίσει: θα παραμείνει πιστή στις αξίες της ή θα υποκύψει σε γεωπολιτικές σκοπιμότητες;

Στις Βρυξέλλες, κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου πριν από την ανάληψη της εξαμηνιαίας Προεδρίας από τη Λευκωσία, αναδείχθηκε με σαφήνεια η πολυπλοκότητα που διέπει τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρέμβαση του Προέδρου Χριστοδουλίδη υπογράμμισε μια ουσιώδη αντίφαση: η ΕΕ καλείται να επεκταθεί προς Ανατολάς, ενώ παράλληλα διστάζει να εκπέμψει σαφή πολιτικά μηνύματα προς τα υποψήφια κράτη.

Η απουσία επίσημων Συμπερασμάτων του Συμβουλίου για τη διεύρυνση δεν αποτελεί απλώς διαδικαστική παράλειψη. Αντιθέτως, διαμορφώνει ένα επικίνδυνο πολιτικό κενό σε μια περίοδο όπου η γεωπολιτική αστάθεια επιβάλλει σαφήνεια και αποφασιστικότητα. Τα Δυτικά Βαλκάνια, περιοχή ιστορικά ευάλωτη σε εξωτερικές επιρροές, κινδυνεύουν να μετατραπούν σε πεδίο ανταγωνισμού τρίτων δρώντων, εάν η Ένωση συνεχίσει να αποστέλλει διφορούμενα σήματα.

Η δέσμευση της Κυπριακής Προεδρίας να διασφαλίσει «πολιτική σαφήνεια και θεσμική συνέπεια» αποκτά ιδιαίτερο βάρος σε αυτό το πλαίσιο. Η αναφορά στη δήλωση της Δανικής Προεδρίας ως σημείου εκκίνησης υποδηλώνει την πρόθεση της Λευκωσίας να εξασφαλίσει συνέχεια στη διαδικασία, παρά τις διστακτικότητες ορισμένων κρατών-μελών.

Το πιο τολμηρό στοιχείο της κυπριακής στρατηγικής, ενόψει της Προεδρίας ΕΕ είναι, ωστόσο, η πρόθεση να προσκληθεί ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Απρίλη στην Κύπρο. Αν και κάποιοι μπορεί να το δουν ως αφέλεια, αυτή η κίνηση αντανακλά μια βαθύτερη κατανόηση: η Ευρώπη θα ήταν πιο ασφαλής με μια Τουρκία που συμμορφώνεται με το διεθνές δίκαιο παρά με μια Τουρκία που αισθάνεται αποξενωμένη και στρέφεται σε άλλες δυνάμεις.

Η επιτυχία, βεβαίως, εξαρτάται από την ανταπόκριση της Άγκυρας. Η ΕΕ δεν μπορεί να προσφέρει επιβραβεύσεις χωρίς συμμόρφωση. Αλλά ο διάλογος, όσο δύσκολος κι αν είναι, παραμένει προτιμότερος από την αποξένωση.

Η Κυπριακή Προεδρία η οποία ξεκινά σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, καλείται να διαχειριστεί αυτό το λεπτό ισοζύγιο, λειτουργώντας ως «έντιμος διαμεσολαβητής», όπως δεσμεύτηκε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης. Η επιτυχία της θα κριθεί από την ικανότητά της να μετατρέψει τη ρητορική περί διεύρυνσης σε συγκεκριμένη πολιτική με σαφείς κανόνες, χρονοδιαγράμματα και προϋποθέσεις. Η Ευρώπη δεν χρειάζεται περισσότερες δηλώσεις προθέσεων, αλλά στρατηγική σαφήνεια και πολιτική θέληση.