Επισκέφθηκα με μια φίλη μου έναν γείτονα της που της παραπονέθηκε ότι θέλουν να του κάνουν έξωση από το σπίτι που ενοικιάζει. Είναι ένας ηλικιωμένος άτεκνος και χήρος που ζει σε αυτό για σαράντα ολόκληρα χρόνια – οι ιδιοκτήτες προγραμματίζουν να το κατεδαφίσουν και στη θέση του να κτίσουν πολυκατοικία. Συνοδεύουν την αίτηση έξωσης, με πρότασή τους να μείνει εκεί για μερικούς ακόμα μήνες, χωρίς να πληρώνει ενοίκιο και με προσφορά μιας σεβαστής αποζημίωσης. Δεν τον ξεσπιτώνουν απροειδοποίητα.

Όμως, ο ηλικιωμένος άντρας αντιδρά και διαμαρτύρεται – οι καλές προθέσεις των άλλων, πνίγονται και χάνονται απαρατήρητες μέσα στον πόνο του για άλλον ένα αποχωρισμό. Σε αυτό το σπίτι έζησε και πέθανε η γυναίκα του και πριν από αυτήν οι γονείς της και άλλα μέλη της οικογένειας της. Όταν το κατοίκησε πριν πολλά χρόνια, ήταν εντυπωσιακό με γερά ψηλοτάβανα δωμάτια και άνετους χώρους.

Εκείνος ήταν γύρω στα 40 και όντας χειρώνακτας και με μεγάλη σωματική δύναμη, έριχνε τοίχο με τη γροθιά του. Τώρα, το κτίσμα είναι ετοιμόρροπο κι αυτός πέρασε τα 80, δεν έχει πια το παλιό σθένος, δυσκολεύεται να περπατήσει, τα χέρια του αδυνάτισαν πολύ και ξοδεύει αρκετά σε φάρμακα που χρειάζεται τακτικά. Μουρμούρισε ότι πρέπει να βρει «έστω μια τρύπα να βάλει από κάτω την κεφαλή του», ίσως ένα μικρό διαμέρισμα σε προσφυγικό συνοικισμό με χαμηλό ενοίκιο. Μας μίλησε για τη μικρή του σύνταξη και για ένα μικρό επίδομα που του επιτρέπει «να ψευτοζεί», όπως το έθεσε ο ίδιος. Πιάνει τόσα, δίνει τόσα, του περισσεύουν ελάχιστα. Μετρά με αγωνία τα λιγοστά ευρώ που διαχειρίζεται και που γι’ αυτόν είναι σαφώς σημαντικότερα από οτιδήποτε άλλο.

Τον ρώτησα ποιος συγγραφέας του αρέσει ή ποιο βιβλίο θυμάται περισσότερο, με τη σκέψη ότι κάποια πνευματικά ενδιαφέροντα θα μπορούσαν να φωτίσουν κάπως τη μουντή καθημερινότητα του και μας είπε, φανερά έκπληκτος γι’ αυτήν την «περίεργη» ερώτηση, ότι δεν ξέρει κανένα συγγραφέα και δεν διάβασε ποτέ κανένα βιβλίο.

Η φίλη μου τον ρώτησε τι θα του άρεσε να κάνει, αν είχε τη δυνατότητα. Δεν μας ανέφερε ούτε έναν τόπο, ούτε μια χώρα, ούτε μια πόλη που θέλει να ταξιδέψει. Ούτε έναν άνθρωπο που θέλει να δει. Θέλει μόνο να του αυξήσουν τη σύνταξη και να του εξασφαλίσουν μια φτηνή στέγη. Μοιάζει να είναι η τελευταία του επιθυμία, που πάνω της αρπάζεται απεγνωσμένα για να μπορέσει να συνεχίσει αυτήν που αποκαλεί «ψευτοζωή» του.