Οι Κύπριοι συγκαταλέγονται στις πρώτες χώρες διεθνώς στην «κατανάλωση» περιεχομένου της πλατφόρμας OnlyFans, ξοδεύοντας γύρω στα €5,11 εκατομμύρια τον χρόνο.
Αυτό μας φέρνει στη 14η θέση παγκοσμίως και στην 11η της Ευρώπης, στη λίστα με τους «καλύτερους πελάτες» μιας πλατφόρμας ψηφιακής πορνείας, η οποία βρίσκεται ήδη σε αρκετούς ποινικούς φακέλους σε υποθέσεις εμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών.
Τον περασμένο Ιούνιο παρουσιάστηκε μία ακόμη σχετική έρευνα. Σύμφωνα με την πλατφόρμα Supercreator, η Κύπρος είναι πρώτη παγκοσμίως -ναι πρώτη- στον αριθμό γυναικών δημιουργών περιεχομένου στο OnlyFans, σε συχνότητα ανά 100.000 γυναίκες του πληθυσμού.
Συνολικά 3.850 γυναίκες είναι εγγεγραμμένες ως παραγωγοί υλικού με έδρα την Κύπρο. Πάνω από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Αυστραλία και άλλες χώρες με πολλαπλάσιο πληθυσμό.
Στοιχεία γι’ αυτές τις γυναίκες δεν έχουμε, άρα μπορούμε μόνο να κάνουμε υποθέσεις, κατά πόσο είναι Κύπριες και αν είναι αλλοδαπές γιατί προτιμούν την Κύπρο. Δεν γνωρίζουμε ούτε τον βαθμό εκμετάλλευσής τους από κυκλώματα σωματεμπορίας.
Χαλαρές νομοθεσίες; Ευνοϊκές φορολογίες; Εύκολη διακίνηση; Ανύπαρκτη εποπτεία;
Και εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα για το κράτος: θέλουμε η Κύπρος να αναδεικνύεται σε διεθνή κόμβο παραγωγής πορνογραφικού υλικού;
Με ποιους όρους συμβαίνει αυτό, ποιες δικλείδες ασφαλείας και ποιες εγγυήσεις δικαιωμάτων υπάρχουν;
Αυτό το διπλό φαινόμενο -υψηλή κατανάλωση και υπερπαραγωγή- δεν είναι ουδέτερο. Δημιουργεί ένα οικοσύστημα όπου η γυναικεία σεξουαλικότητα παράγεται, προβάλλεται και καταναλώνεται ως εμπόρευμα. Το γιατί οι Κύπριοι είναι οι καλύτεροι πελάτες της διαδικτυακής πορνείας και γιατί η χώρα μας ως οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον είναι ελκυστικός προορισμός για την παραγωγή υλικού, σίγουρα χρήζει διερεύνησης.
Αυτή η πρωτιά θυμίζει το σκοτεινό παρελθόν της Κύπρου ως «πρωταθλήτριας» στη σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών στα καμπαρέ, σε ένα σύστημα εξαπάτησης στο οποίο συμμετείχε το ίδιο το κράτος εκδίδοντας βίζες για «καλλιτέχνιδες». Σήμερα η πορνεία έχει ψηφιακή μορφή κι αυτό είναι ένα από τα λίγα πράγματα που φαίνεται να έχουν αλλάξει.
Πρόκειται για ένα επισφαλές περιβάλλον «εργασίας», όπου το ρίσκο –σωματικό, ψυχολογικό, νομικό– μεταφέρεται εξ ολοκλήρου στις γυναίκες, ενώ το κέρδος συγκεντρώνεται αλλού. Όταν ένα κράτος ανέχεται ή αδιαφορεί για αυτή τη συνθήκη, προσφέρει -ξανά- σιωπηρή συναίνεση στη μετατροπή της εκμετάλλευσης γυναικών σε επιχειρηματικό μοντέλο.
Επιπλέον, η συστηματική κατανάλωση πορνογραφίας, δεν αποτελεί μια ουδέτερη ψυχαγωγική δραστηριότητα. Εκπαιδεύει, διαπαιδαγωγεί και διαμορφώνει αντιλήψεις και προσδοκίες, ιδιαίτερα στους νεαρούς άντρες.
Όταν η κυρίαρχη εικόνα της σεξουαλικότητας που προσλαμβάνουν είναι μια σχέση εξουσίας, όπου η γυναίκα υποτάσσεται στη φαντασίωση και καταναλώνεται σαν προϊόν, έννοιες όπως η συναίνεση, η οικειότητα και η αμοιβαιότητα στις πραγματικές σχέσεις, θολώνουν επικίνδυνα.
Η πορνογραφία δεν καταγράφει απλώς παθογένειες της κοινωνίας· τις διδάσκει. Και η σεξουαλική εκπαίδευση που προσφέρει περνά σχεδόν αποκλειστικά μέσα από εικόνες ελέγχου και απόλυτης διαθεσιμότητας του γυναικείου σώματος.
Όπως αγοράζεις μια μπριζόλα και δεν χρειάζεται ποτέ να τη ρωτήσεις αν θέλει να την ψήσεις στον φούρνο ή στα κάρβουνα, αρκεί να πληρώσεις τον κρεοπώλη και μπορείς να την κάνεις ό,τι θέλεις.
Ελεύθερα, 28/12/2025