Η Εκκλησία της Κύπρου στη μακραίωνη ιστορία της είναι βαθιά ριζωμένη στην ίδια την ταυτότητα και την παράδοση του τόπου. Όταν αναλάμβανε ως Προκαθήμενος ο Γεώργιος ο Β΄ στον ενθρονιστήριο λόγο του σημείωνε ότι θα προσπαθήσει να φανεί αντάξιος του αναστήματος των προκατόχων του. Και όντως η Εκκλησία της Κύπρου με τις σύγχρονες προκλήσεις βρισκόταν ενώπιον μιας ιστορικής καμπής.
Ήδη ο Αρχιεπίσκοπος προχωρεί και βάζει τη δική του προσωπική σφραγίδα στα δρώμενα της Εκκλησίας, της Παιδείας, της κοινωνίας, στο εθνικό θέμα. Τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη του που δημοσιεύθηκε χθες στον «Φ», αφορούν κατ’ αρχήν καίριες επισημάνσεις, οι οποίες δεν αποτελούν απλώς προθέσεις για κάποιες επιφανειακές βελτιώσεις, αλλά συνιστούν μια τολμηρή προσπάθεια να σπάσουν χρόνιες αγκυλώσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος.
Μια από τις ηχηρές παρεμβάσεις αφορά την ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση – μεταρρύθμιση του Καταστατικού Χάρτη. Προβάλλει μάλιστα ως αναγκαιότητα γιατί το μαρτυρούν τα ίδια τα γεγονότα. Σε κάθε εκλογική διαδικασία διαπιστώνεται ότι αντί να πρυτανεύει το εκκλησιαστικό πνεύμα και φρόνημα, εκείνο που κυριαρχεί είναι ο φανατισμός και η πολώσεις, στοιχεία που οδηγούν σε σοβαρές εκτροπές. Η συγκεκριμένη πρόταση του για εκλογή μητροπολιτών απευθείας από την Ιερά Σύνοδο, περιορίζοντας την εμπλοκή του λαϊκού στοιχείου μόνο στην ανάδειξη του Προκαθημένου, αποτελεί αποδεδειγμένα μια πράξη υψηλής ευθύνης. Ο Μακαριώτατος επιχειρεί ουσιαστικά να θωρακίσει την Εκκλησία από την τοξικότητα των όποιων προεκλογικών σκοπιμοτήτων και την στρατολόγηση – ποδηγέτηση ψηφοφόρων, οι οποίες αλλοίωναν και διάβρωναν τον πνευματικό χαρακτήρα των εκλογών. Πρόκειται για μια τομή, ανάμεσα σε πολλές άλλες σε διάφορα επίπεδα, που αναμένεται να λειτουργήσει θετικά αποκαθιστώντας το κλίμα ηρεμίας στους κόλπους του κόσμου και κυρίως διασφαλίζοντας ότι η ανάδειξη επισκόπων δεν θα μετατρέπεται κάθε φορά σε πεδίο αντιπαραθέσεων.
Παράλληλα, ο Μακαριώτατος δίνει ισχυρά δείγματα αξιοθαύμαστης πνευματικής διαύγειας εντοπίζοντας τον «αρρωστημένο ζηλωτισμό», ως μια από τις μεγαλύτερες «πληγές» αλλά και εσωτερικές απειλές για την Εκκλησία. Σε μια εποχή που ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία οργιάζουν, η ηγεσία της Εκκλησίας έρχεται να ορθώσει το ανάστημά της, προτάσσοντας ένα λόγο εκκλησιαστικό και συνάμα αυθεντικά πνευματικό. Η μάχη που δίνει ο Μακαριώτατος για μια πνευματική «κάθαρση» συμπληρώνεται από ένα μεγαλεπήβολο όραμα σύγχρονης πνευματικής αλλά και κοινωνικής προσφοράς, όπως η ίδρυση Μονάδας Ανακουφιστικής Φροντίδας, η δημιουργία πρότυπων σχολείων που θ’ ανεβάζουν τον πήχη, η εν εξελίξει εφαρμογή του Σχεδίου γι’ ανακοπή της υπογεννητικότητας κ.α. Ακόμα και στο εθνικό ζήτημα και όχι μόνο, εκφράζει μια ξεκάθαρη στάση. Χωρίς να παραγνωρίζει τον θεσμικό ρόλο του Προέδρου διεκδικεί το δικαίωμα της Εκκλησίας να έχει λόγο, απορρίπτοντας ξένα μοντέλα λύσης που δεν συνάδουν με τα δίκαια του κυπριακού ελληνισμού.
Εν κατακλείδι, το σθένος και η διορατικότητα του Αρχιεπισκόπου Γεωργίου οδηγούν την Εκκλησία στην πραγματικά πνευματική αποστολή της, η οποία έρχεται πιο κοντά στον άνθρωπο και συνυφαίνεται με τις απαιτήσεις των καιρών, της σύγχρονης πραγματικότητας.