Τον τελευταίο καιρό παραβρέθηκα σε 5-6 εκδηλώσεις, σε κάθε μία από τις οποίες κάποιος πολιτικός ήταν καλεσμένος, είτε για να απευθύνει χαιρετισμό, είτε απλώς για να τις τιμήσει διά της παρουσίας του. Στη μία από αυτές, συναυλία στο Κηποθέατρο της Λεμεσού με φιλανθρωπικό χαρακτήρα, ο τιμώμενος δεν παρέστη λόγω άλλης σοβαρής (πράγματι) υποχρέωσης που προέκυψε και όρισε άλλον να απευθύνει τον χαιρετισμό του. Αυτός ο «άλλος» διάβασε ένα κείμενο (μάλλον για πρώτη φορά), με έναν τρόπο που όλοι παρακαλούσαμε να τελειώσει γρήγορα.
Όταν τέλειωσε δε, σηκώθηκε και έφυγε. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι πολιτικοί που παραβρέθηκαν στις υπόλοιπες εκδηλώσεις στις οποίες έτυχε και εγώ να είμαι. Όσοι είχαν να εκφωνήσουν χαιρετισμό, το έκαναν όπως ο προηγούμενος, του Κηποθέατρου: Σαν ανάγνωση έκθεσης από μαθητή που βαριόταν τη ζωή του και βιαζόταν να φύγει. Όντως, όλοι έφυγαν πρόωρα. Ούτε ένας δεν τίμησε με την παρουσία του ολόκληρη την εκδήλωση. Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, γιατί πάνε κιόλας. Μα πιο πολύ, δεν καταλαβαίνω γιατί τους προσκαλούμε;
Υ.Γ.: Την περασμένη Παρασκευή, πραγματοποιήθηκε στη Λεμεσό η τελετή υπογραφής συμφωνίας μεταξύ του ΤΕΠΑΚ και του Γερμανικού Ογκολογικού Κέντρου για την έναρξη της λειτουργίας του πρώτου στη Κύπρο Κέντρου Ερευνών Καρκίνου (ΚΕΚ). Ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Για ένα διήμερο, κορυφαίοι επιστήμονες από την Κύπρο, την Ελλάδα, τη Γερμανία και το Ισραήλ παρουσίασαν και έθεσαν υπό γόνιμη και διεξοδική συζήτηση μία σειρά από θέματα που αφορούν τις τρέχουσες ερευνητικές και εφαρμοστικές/ θεραπευτικές εξελίξεις στην ογκολογία. Και παρέστησαν όλοι στην τελετή της υπογραφής της συμφωνίας. Ένας πολιτικός ήρθε αργοπορημένος, κάθησε πολύ λίγο, και αποχώρησε πολύ γρήγορα, ενώ δεν είχαν ολοκληρωθεί οι σύντομες ομιλίες, και φεύγοντας χαιρέτισε και κόσμο στις πρώτες σειρές, μη χάσει ψήφους! Πραγματικά στενοχωρήθηκα.
Σαν σήμερα, το 1999 (έχει σημασία η ημερομηνία, μην την προσπεράσετε έτσι), μία σειρά από ρηξικέλευθες προτάσεις υιοθετούνται στο πρώτο συνέδριο του κόμματος «Οι Φιλελεύθεροι» του πρώην υπουργού επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας Στέφανου Μάνου. Το συνέδριο, ανάμεσα σε άλλα, ψηφίζει για πλήρη διαχωρισμό εκκλησίας – κράτους, κατάργηση της καθολικής δωρεάν παιδείας, άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και αποποινικοποίηση της χρήσης όλων των ναρκωτικών ουσιών. Το κόμμα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, την αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών Ελλάδας – Τουρκίας και την προώθηση του επαγγελματικού στρατού.
Ο Στέφανος Μάνος χαρακτηρίζεται απαξιωτικά, από όσους δεν συμφωνούν μαζί του, ως «νεοφιλελεύθερος» – ανάθεμα εάν οι περισσότεροι από δαύτους ξέρουν και τι σημαίνει ο όρος που χρησιμοποιούν. Επίσης, ο Στέφανος Μάνος διεγράφη από το ίδιο του το κόμμα, της Νέας Δημοκρατίας, που θεωρείται δεξιό κόμμα. Όπως και να έχει, επειδή η προσφυγή στο παρελθόν περισσότερες πληγές παρά μαθήματα φέρει, ο άνθρωπος αυτός, 19 χρόνια πριν, ίσως να ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Και ίσως να είναι ακόμα και σήμερα, που δεν είναι ενταγμένος πουθενά και απλώς εκφέρει την άποψή του. Για την ιστορία δε, το κόμμα του, με τις θέσεις που μόλις διαβάσατε, δεν ευδοκίμησε. Και όλα όσα διαλαλούσε τότε, σήμερα ακόμα ζητούν έναν γενναίο πολιτικό να τα υλοποιήσει. Διότι δεν έχουμε κάνει, ως λαός, ούτε ένα χιλιοστό μπροστά.
Σκέψη της Ημέρας: «Να συγκρατούμε τη γλώσσα μας όταν όλοι οι άλλοι κουτσομπολεύουν. Να χαμογελάμε δίχως εχθρότητα απέναντι σε ανθρώπους και θεσμούς. Να αποζημιώνουμε την έλλειψη αγάπης στον κόσμο με ακόμα περισσότερη αγάπη σε μικρά, ιδιωτικά πράγματα. Να είμαστε πιο αφοσιωμένοι στη δουλειά μας, να δείχνουμε περισσότερη υπομονή, να αποφεύγουμε την φτηνή εκδικητικότητα που μπορεί κάποιος να αποκτήσει μέσω της διακωμώδησης και της επίκρισης. Όλα αυτά μπορούμε να τα επιτύχουμε». – Hermann Hesse, 1877-1962, γερμανο-γεννημένος ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος. «Ντέμιαν», «Ο Λύκος της Στέπας» και «Σιντάρτα» τα πιο γνωστά έργα του. Το 1946 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
(*) Παράφραση της περίφημης φράσης, «Veni, vidi, vici» (Ήλθον, είδον, ενίκησα), του Ιούλιου Καίσαρα.
Persona Grata
Ο 50χρονος Gilberto Baschiera ήταν διευθυντής ενός υποκαταστήματος της ιταλικής τράπεζας Forni di Sopra στη μικρή πόλη Friuli. Από το 2009 και για επτά χρόνια έπαιρνε χρήματα από λογαριασμούς πλούσιων καταθετών (συνολικά ένα εκατομμύριο ευρώ) και τα μετέφερε σε λογαριασμούς φτωχών καταθετών. Έφαγε δύο χρόνια με αναστολή και του κατασχέθηκε το σπίτι του, αλλά δεν το μετανιώνει. «Πάντα πίστευα», λέει, «ότι εκτός από την προστασία των αποταμιευτών, το καθήκον μας ήταν να βοηθήσουμε όσους έχουν ανάγκη» (Από την εφημερίδα Corriere Della Sera).