Το μεταναστευτικό ζήτημα είναι αναμφίβολα ένα πολύπλευρο θέμα με πολλαπλές προεκτάσεις: ανθρωπιστικές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, θεσμικές κλπ.
Η μετανάστευση αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Κράτη και πολίτες οφείλουμε να συμβάλουμε ουσιαστικά στην αποτελεσματική διαχείριση της πρόκλησης.
Συνήθως, κανένας άνθρωπος δεν εγκαταλείπει τον τόπο του και μάλιστα με τον απάνθρωπο και επικίνδυνο τρόπο που το κάνουν οι μετανάστες σήμερα, εάν δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη.
Το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται ριζικά με την καταπολέμηση του συμπτώματος, που στην προκειμένη είναι η μετανάστευση, αλλά με την ενασχόληση με τα αίτια που το παράγουν – τους λόγους, δηλαδή, που αναγκάζουν κάποιον να εγκαταλείψει την οικογένεια και την πατρίδα του. Και αυτοί οι λόγοι δεν είναι άλλοι από τη σκληρή πραγματικότητα, την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και τη φτώχεια.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ούτε να υποβαθμίζουμε την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από αυταρχικά καθεστώτα, κυρίως την Τουρκία και τη Λευκορωσία. Είναι γνωστό ότι η Τουρκία προωθεί πρόσφυγες και μετανάστες στην κατεχόμενη Κύπρο και, έπειτα, στις ελεύθερες περιοχές.
Η ανεξέλεγκτη ροή μεταναστών, ιδιαίτερα με την οργανωμένη διευκόλυνση τρίτων χωρών, επιφέρει φοβία, ανασφάλεια, και δυνητικά ρατσιστικές αντιλήψεις σε μεγάλα τμήματα του εγχώριου πληθυσμού. Η στάση αυτή επεκτείνεται εν δυνάμει προς όλους τους πρόσφυγες και μετανάστες, παράτυπους ή μη, απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο, καταρτισμένο από εμπειρογνώμονες καθώς και προτάσεις για απτούς τρόπους υλοποίησής του, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους.
Να σημειώσουμε ότι για μετανάστες υψηλού εισοδήματος υπάρχει μια πολύ διαφορετική προσέγγιση και μεταχείριση. Όλοι θυμόμαστε τα «χρυσά διαβατήρια» και τους οσφυοκάμπτες, οι οποίοι με αναξιοπρέπεια εξυπηρετούσαν τους πλούσιους «μετανάστες».
Εργασία
Όσον αφορά τους μετανάστες, αιτητές ασύλου και πρόσφυγες που νόμιμα εισήλθαν στην Κυπριακή Δημοκρατία και δικαιούνται να εργαστούν στη χώρα μας, πρέπει να διαμορφωθεί πολιτική που να τους εντάσσει στον κοινωνικό ιστό: εκμάθηση γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού, εκπαίδευση/κατάρτιση, διαμονή, στέγαση, ίση πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, κοινωνικά δικαιώματα κλπ. Η αρμόδια υπηρεσία που ελέγχει τις αιτήσεις χρειάζεται να είναι σε θέση να εξακριβώσει εάν τα άτομα αυτά έχουν περάσει επιτυχώς τις διαδικασίες και μπορούν να ενταχθούν στην κοινωνία. Εάν τους προσφερθούν δυνατότητες και συνθήκες ένταξης, οι άνθρωποι αυτοί θα ενταχθούν και θα δημιουργήσουν, θα προσφέρουν στην κοινωνία μας, και θα γίνουν ισάξια μέλη της. Γνωρίζουμε από έρευνες στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και αλλού, ότι οι μετανάστες οι οποίοι εντάσσονται στην κοινωνία γίνονται εν δυνάμει τα πιο δημιουργικά μέλη της. Ως χώρα που εξήγαγε μετανάστες για χρόνια το ξέρουμε καλά, καμαρώνοντας για τους Κύπριους επιστήμονες, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, κλπ. που διαπρέπουν στις κοινωνίες οι οποίες αγκάλιασαν την προσφορά τους.
Επιχειρήσεις οι οποίες δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους από το υφιστάμενο προσωπικό της χώρας μας μπορούν με νόμιμο τρόπο να ξεκινήσουν διαδικασίες εργοδότησης μεταναστών, αιτητών ασύλου οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει τις απαραίτητες διαδικασίες και μπορούν πλέον να εργαστούν καθώς και αναγνωρισμένων προσφύγων. Οφείλουν, βέβαια, να πληρώνουν και να προσφέρουν τα ίδια ακριβώς δικαιώματα που παρέχουν και στους υπόλοιπους εργαζόμενους, χωρίς διακρίσεις. Αλλά και το κράτος με ευρωπαϊκά χρήματα μπορεί να επιδοτήσει και να δώσει κίνητρα για την απασχόλησή τους στην αρχή της νέας τους ζωής. Μόνο να κερδίσουμε έχουμε όλοι από αυτή την ενταξιακή διαδικασία.
Αναφέροντας τα παραπάνω οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κάποιες εργοδοτικές πλευρές ψάχνουν την εύκολη λύση. Ζητούν από το κράτος να απλοποιήσει τις διαδικασίες και να δώσει ακόμη περισσότερες άδειες σε άτομα Τρίτων Χωρών, μόνο όταν χρειάζονται φτηνά εργατικά χέρια. Μια μερίδα εργοδοτών εκμεταλλεύονται τα άτομα αυτά, δίνοντάς τους πενιχρούς μισθούς, αφαιρώντας τους εργασιακά δικαιώματα και καταδικάζοντάς τους στην ανέχεια. Έτσι, έμμεσα, τους αναγκάζουν να ζουν σε κακές, ανθυγιεινές συνθήκες. Η μεγάλη έλευση Ασιατών και Αφρικανών αυξάνει εξάλλου όλο και περισσότερο και την ξενοφοβία, κάτι που δεν μας τιμά. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να έχουμε κατά νου ότι η μετανάστευση έχει δισυπόστατη φύση: εξυπηρετεί οικονομικούς λόγους και συμφέροντα, αλλά και υπηρετεί ανθρωπιστικές αξίες και ηθικές αρχές.
Χρειάζεται να γίνει συνεργασία για την εξεύρεση λύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο ώστε να διασφαλίζεται η κάλυψη αναγκών για εργατικά χέρια και παράλληλα ο έλεγχος του αριθμού των εργατών από Τρίτες Χώρες, εξασφαλίζοντας για όλους ανεξαιρέτως δίκαιη διαβίωση. Επιδιώκουμε ένα κράτος πρόνοιας για όλους τους πολίτες χωρίς διαχωρισμούς.
Η μετανάστευση στην Κύπρο μπορεί να καταστεί χρήσιμη, αρκεί η διαχείρισή της να γίνει με ορθολογικά και ανθρωπιστικά κριτήρια. Ένα είναι βέβαιο: αν η μετανάστευση πάρει ανεξέλεγκτα χαρακτηριστικά, θα επιτείνει την ξενοφοβία, από την οποία ζημιώνονται όλοι – και οι μετανάστες και οι χώρες υποδοχής.
Ακόμη πιο δύσκολο είναι το θέμα του ασύλου, το οποίο επιβάλει σεβασμό των διεθνών συνθηκών και ανθρωπιστική προσέγγιση. Εδώ χρειάζεται πανευρωπαϊκή πολιτική καταμερισμού, γρήγορες αποφάσεις και ενσωμάτωση όσων αποκτήσουν δικαίωμα παραμονής. Επειδή δεν θα συμφωνήσουν όλες οι χώρες της ΕΕ, μπορεί να προωθηθεί εθελοντική συμφωνία χωρών π.χ. χώρες Νότου, κεντροδυτική Ευρώπη, Σκανδιναβικές χώρες κλπ. Και μπορούν να δοθούν χρηματικά κίνητρα για όσες χώρες συμμετέχουν.
Χρειάζεται η διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία θα είναι και πραγματιστική και ανθρωπιστική συγχρόνως, δηλαδή θα αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των αιτίων που στρέφουν τους ανθρώπους σε μετανάστευση και συγχρόνως θα επιδιώκει την ενεργό ενσωμάτωση των προσφύγων και των μεταναστών σε όλη την Ευρώπη.
Ως ανθρωπότητα οφείλουμε να εργαστούμε για έναν ασφαλέστερο, ειρηνικότερο πλανήτη, που ευημερεί στην ολότητά του, ώστε να μην αναγκάζεται κανείς να ξεριζωθεί.
Δημοσιογράφος