Γλώσσες ή «γλώσσες της πεθεράς» αποκαλούσαμε το αλεξανδρινό, το μαγικό φυτό του οποίου κοκκινίζουν τα σκουροπράσινα φύλλα μέσα στον Δεκέμβρη, σχηματίζοντας λουλούδια σαν πύρινες γλώσσες. Στις μέρες μας τις βρίσκουμε σε γλάστρες στα ανθοπωλεία ενώ παλιά φύτρωναν μόνο σε αυλάδες, όπως στη δική μας όπου είχαν γίνει ολάκερο δέντρο, ψηλότερο και από τους γονείς. Ό,τι φύτευε η γιαγιά Δέσποινα έπιανε, φούντωνε, γνώριζε ακμαία ανάπτυξη στην αυλή μας, που ήταν ένας μικρόκοσμος με το μικρόκλιμά του, τα οικεία πρόσωπα, τα παιχνίδια, τις συνάξεις και την ανθοφορία των τεσσάρων εποχών.
Η μητέρα έκοβε γλώσσες στολίζοντας τα βάζα τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων. Από το πληγωμένο δέντρο ανάβλυζε ένα πηκτό γάλα που σαν το άγγιζα, παρά την απαγόρευσή της, κολλούσαν τα χέρια μου. Το μικρό ντροπαλό και υπάκουο κοριτσάκι, που κρυβόταν πίσω από το φουστάνι της μάμμας όταν το χαιρετούσαν ή ρωτούσαν το όνομα και την ηλικία του, έκανε έτσι μια μικρή επανάσταση ανυπακοής.
«Εκατάπιες την γλώσσαν σου;» μου έλεγαν κάποιες όχι και τόσο ευαίσθητες κυρίες και τότε κοκκίνιζαν τα μάγουλά μου, όπως τις γλώσσες των Χριστουγέννων κι έχανα εντελώς τη φωνή μου.
Τον Δεκέμβρη στολίζαμε το κυπαρίσσι στον ηλιακό, στη θέση της τηλεόρασης, την οποία μεταφέραμε στην τζαμαρία. Εκεί γίνονταν οι απογευματινές γυναικοσυνάξεις, με τις θείες και γιαγιάδες να κάθονται στο κόκκινο ντιβάνι ή στις κοκκινόμαυρες πολυθρόνες, κάνοντας «group therapy». Από το παιδικό δωμάτιο που το χώριζε μια τζαμόπορτα, ακούγονταν όλα όσα έλεγαν κι εγώ αντιλαμβανόμουν τότε πως κάθε οικογένεια είχε τα αποσιωπημένα μυστικά της και ότι μέσα στον μικρόκοσμο στον οποίο ζούσαμε, κρυβότανε ένας άλλος κόσμος, όχι και τόσο «αγγελικά πλασμένος».
Να μην σ’ έπιανε η πεθερά στη γλώσσα της, αφού μια νύμφη δεν ήταν ποτέ ισάξιά της στη νοικοκυροσύνη, ούτε αρκετά καλή για τον γιο της. Πίσω από τα γελαστά πρόσωπα των γυναικών κρυβόταν συχνά θλίψη και πόνος. Την κυρία Ανδρούλα που όλη μέρα τραγουδούσε, την κτυπούσε αλύπητα ο άντρας της, ενώ την κυρία Μαρία την απατούσε ο σύζυγός της με τη γραμματέα του. Ο κύριος Χ με το μακρύ μουστάκι και το μακρύ αμάξι «ήταν που τους άλλους». Έκλαιγε μόνη τις νύχτες η κατά τη διάρκεια της ημέρας γελαστούρα γυναίκα του, ενώ κι αυτός έκλαιγε, εγκλωβισμένος επίσης σε ένα γάμο που του είχε επιβάλει η κοινωνία. Οι γυναίκες υπέμεναν τα πάντα με «αξιοπρέπεια», έτσι ονομαζόταν η καταπίεση και η έλλειψη ελευθερίας.
Η μητέρα ήταν σοβαρά άρρωστη, άκουσα να λένε πίσω από τη φιμέ τζαμόπορτα που χώριζε την τζαμαρία από το δωμάτιο των παιδιών, ενώ η θεία Χρυσάνθη που είχε φύγει για τη Μεγάλη Βρετανία απ’ όπου έστελνε τα δώρα, δεν είχε βγει ποτέ από το νησί, αφού είχε πεθάνει. Μια συγκλονιστική αποκάλυψη που έκανε την αδελφή να τρέχει απαρηγόρητη πάνω-κάτω στη γειτονιά, παρακαλώντας τον καλό θεούλη και τον ουρανό να τη φέρει πίσω.
Οι γονείς, οι συγγενείς, οι άνθρωποι γενικά λες και φορούσαν προσωπίδες ή μάσκες, όπως εκείνες που είδα σε μιαν αρχαία τραγωδία το καλοκαίρι στο αμφιθέατρο του Κουρίου. Στην προσπάθειά τους να προστατέψουν τα παιδιά από τη σκληρή αλήθεια του κόσμου των μεγάλων ή το αδυσώπητο του θανάτου, αποσιωπούσαν γεγονότα και συμβάντα, φιλτράροντας ή διανθίζοντάς τα.
Τον Δεκέμβρη η δασκάλα μάς μοίραζε τα μπλοκ με τους χριστουγεννιάτικους λαχνούς κι όλοι ελπίζαμε πως θα ’μασταν εμείς οι τυχεροί που θα κερδίζαμε το αρνάκι. Εγώ φούσκωνα από υπερηφάνεια, γιατί είχα καταφέρει σε τρεις μόνο μέρες να πουλήσω όλα τα λαχεία… στους γονείς, τους παππούδες και στους θείους μου. Εκείνα τα Χριστούγεννα η δασκάλα ρώτησε ποιοι από μας έχουν γλώσσες στον κήπο τους, για να στολίσουμε τη σκηνή στη χριστουγεννιάτικη γιορτή μας. Εμείς τ’ αγγελάκια, ποζάραμε κορδωτά ανάμεσα στο κόκκινο σκηνικό από τις πύρινες γλώσσες του αλεξανδρινού της αυλής μας. Ανοιγοκλείναμε τα χέρια, ανέμιζαν τα χάρτινα φτερά μας, τα διακοσμημένα με τις ασημένιες γιρλάντες, αγγίζοντας τα ουράνια, υπό το στοργικό και όλο θαυμασμό βλέμμα των δικών μας, τους οποίους ξεχωρίζαμε ανάμεσα στο πλήθος των θεατών.
Σήμερα οι πλείστοι κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο κάτω από τη γαλήνη των κυπαρισσιών, ενώ γλάστρες από κόκκινες γλώσσες δίνουν μια νότα γιορτής στα μνήματά τους, στο σιωπηλό κοιμητήρι της πολύβουης πόλης. Χιλιάδες ψυχές, άνθρωποι που άλλοτε υπήρξαν με σάρκα και οστά, κρατώντας μας στην αγκαλιά τους, είναι παρούσες μέσα από την απουσία τους. Ζωντανεύουν στη μνήμη αλλοτινές μέρες γιορτής, τότε που ήμασταν παιδιά και οι γλώσσες κοκκίνιζαν στην αυλή μας, το κυπαρίσσι στο σαλόνι ήταν πανύψηλο με στολίδια και λαμπιόνια. Το άστρο, το οποίο στερέωνε ο πατέρας ψηλά στην κορφή του, φέγγει ακόμη κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, φωτίζοντάς μας, «με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια».
Καλά και Φωτεινά Χριστούγεννα!
dena.toumazi@gmail.com