Τις τελευταίες μέρες τριγυρίζει έντονα στα μονοπάτια του μυαλού μου η διάσημη ρητορική φράση του Περικλή:«Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας». Η ρήση αυτή καταγράφηκε από τον ίδιο τον Θουκυδίδη στα πλαίσια της εκφώνησης του Επιτάφιου λόγου του Περικλή προς τιμή των πρώτων πεσόντων κατά το τέλος του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου τον χειμώνα του 431πΧ. Ο Περικλής απευθυνόμενος στους Σπαρτιάτες ξεκαθαρίζει ότι οι Αθηναίοι αγαπούν το ωραίο με απλότητα, είναι καλαίσθητοι με μέτρο και ότι παράλληλα φιλοσοφούν χωρίς μαλθακότητα, χωρίς νωθρότητα. Ο Αθηναίος ηγεμόνας καθιστά με σαφήνεια τη θέση του για τη στάση των Αθηναίων απέναντι στην ίδια τη ζωή: «Οι Αθηναίοι ασχολούνται με τις επιστήμες, τα γράμματα και τις τέχνες παρά ταύτα δεν είναι νωθροί». Μήπως είμαστε τελικά οι σύγχρονοι «Άθηναίοι»;
Τις δύσκολες ώρες που βιώνουμε όλοι έγκλειστοι υπακούοντας στωικά τα μέτρα της πολιτείας -αυτό αφορά την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών-για μία έστω φορά η ζυγαριά αρχίζει να γέρνει ευτυχώς προς το μέρος μας, υπέρ του ελληνικού λαού παγκοσμίως, με διθυραμβικά σχόλια των ξένων εφημερίδων, όπως οι New York Times και η Telegraph που αφορούν στην υποδειγματική στάση τόσο των πολιτών όσο και της Ελληνικής Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Κορωνοΐού. Πράγματι η Ελλάδα απέχει παρασάγγας από την πολιτική των καθυστερημένων μέτρων πολλών προηγμένων και ισχυρών κρατών, όπως της Γαλλίας της Αγγλίας, της Ιταλίας και πολλών πολιτειών της Αμερικής.
«Έλληνες, οι απείθαρχοι, οι τεμπέληδες, οι μαλθακοί, οι ονειροπόλοι, οι απαξιωμένοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων», αυτό ήμασταν και ίσως θα είμαστε για την πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών και όχι μόνο. Και εμείς ως «άλλοι Αθηναίοι» σε αυτή τη δύσκολη και μεταβατική φάση απαντάμε εμπράκτως στους καχύποπτους και άλλοτε προκλητικούς Ευρωπαίους: «Ναι είμαστε Έλληνες μας αρέσει να περνάμε χρόνο στα κέντρα διασκέδασης, στις καφετερίες, στις παραλίες …όμως δείτε μας λίγο καλύτερα… δεν είμαστε μόνο αυτό που εμμονικά επιμένετε να βλέπετε». Μάθετε, λοιπόν και το εξής: «Ο μέσος Έλληνας είναι μορφωμένος, γνωρίζει τουλάχιστο μία ξένη γλώσσα, εργάζεται σε μία ή παραπάνω δουλειές για να θρέψει την οικογένειά του. Η φύση του και το μεσογειακό του ταπεραμέντο δεν τον καθιστούν αυτόματα ‘’ανεύθυνο’’».
Ο Έλληνας έχει διδαχθεί τη ζωή από τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, υπάρχει μια αόρατη κλωστή που τον συνδέει με το υπερήφανο παρελθόν του και ο συνδετικός κρίκος δεν είναι άλλος από τη γλώσσα του. Έχει εμποτιστεί το είναι του έμμεσα και ακούσια από υψηλά ιδανικά, αυτά τα ιδανικά των Ομηρικών επών όπως της αξίας της ανθρώπινης ζωής, της υστεροφημίας, της υπομονής και επιμονής, του ηρωικού ιδεώδους, της φιλοπατρίας, του αριστοτελικού κοινού αγαθού που προηγείται σε σχέση με το ατομικό. Γνωρίζει πολύ καλά ότι σκοπός της ζωής είναι η ευδαιμονία και ότι ο δρόμος που οδηγεί προς αυτή είναι δυσπρόσιτος. Γιατί οι Έλληνες «έπλασαν» πρώτοι τη λέξη ελευθερία που σημαίνει: Παρά το ελεύθειν όπου ερά τις, δηλαδή το να πηγαίνει κάποιος όπου αγαπά και πονάνε βαθιά γι’ αυτή τη λέξη, έχουν αγωνισθεί για το ύψιστο αυτό ιδανικό και η στέρησή του πονάει όπως ακριβώς πονάει ο γονιός όταν στερείται το παιδί του. Όμως οι Έλληνες έχουν μάθει και να αγωνίζονται για την ευδαιμονία, για το άπιαστο όνειρο, «για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη», όπως θα έλεγε και ο ποιητής και η ελευθερία μπορεί να μπεί λίγο στην άκρη προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο δρόμος προς την ευδαιμονία θα είναι ανοιχτός σε λίγο καιρό. Οι Έλληνες ως άλλοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» γνωρίζουν όσα οι άλλοι αγνοούν…
*Φιλόλογος-συγγραφέας – Υποψήφια Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.