Μια όμορφη πράξης ζωής αφηγείται ο Λοΐζος Πουργουρίδης.
Κάθε απόγευμα όταν γείρει ο ήλιος, ένα κορίτσι, η Μαρία, έρχεται στη παραλία, μπροστά από το Δημόσιο κήπο, κρατώντας μια τσάντα με ψωμιά, για τα περιστέρια. Είναι μια λεπτή, ψηλή, συμπαθητική κοπέλα.
Ένα κοπάδι περιστέρια, την περιμένει εκεί, ξέρουν την ώρα που έρχεται και μόλις φθάσει εκεί, τότε αρχίζει το πανηγύρι. Μαζεύονται γύρω της και τρώνε.
Ένα όμορφο θέαμα που το παρακολουθούν όσοι είναι εκεί στη παραλία και λαμβάνουν μέρος κι αυτοί ιδίως τα μικρά παιδιά.
Όπως μου είπε, μόλις σχολάσει, έρχεται αμέσως, να ταΐσει τα άλλα της παιδιά. Τα περιστέρια ανεβαίνουν στους ώμους της, στο κεφάλι της, στα χέρια της. Ένα άσπρο περιστέρι, το ίδιο καθημερινά, της έχει ιδιαίτερη αδυναμία, κι αυτή όμως το αγαπά ξεχωριστά, κάθεται στα χέρια της και τρώει. Αυτή το σφίγγει τρυφερά στην αγκαλιά της και το φιλά, λέγοντας του λόγια αγάπης.
Ίσως είναι η ψυχή κάποιου δικού μου αγαπημένου προσώπου, μου λέει, το αισθάνομαι, ίσως του πατέρα μου ποιός ξέρει…
Τα αγαπώ γιατί είναι όμορφα πουλιά, περήφανα, ελεύθερα.
Τα λόγια της κρύβουν μια λεπτή, ευαίσθητη, ευγενική ψυχή. Μια μέρα βρήκαμε ένα περιστέρι που δεν μπορούσε να σταθεί για να φάει, τα πόδια του ήταν μπλεγμένα σε μια χοντρή κλωστή. Την βοήθησα να το ξεμπλέξουμε, κι αυτό άρχισε να τρώει χαρούμενο. Πόση χαρά νοιώσαμε σαν το είδαμε έτσι ελεύθερο…
Έμαθα κι εγώ και περιμένω μαζί με τον εγγονό μου και τα περιστέρια, τη Μαρία να έλθει για να τα ταΐσει. Παρακολουθούμε το μοναδικό αυτό θέαμα που δεν το βρίσκει κανένας εύκολα, στη σημερινή εποχή μας, που είναι γεμάτη με άγχος, αγωνία, και προβλήματα.
Ευτυχώς που υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι που ομορφαίνουν τη ζωή μας, με τις πράξεις και τα ευγενικά τους αισθήματα.
Μικρά κι ασήμαντα για μερικούς, μεγάλα και σημαντικά για αυτούς που μπορούν να τα δουν.