Η  Αθήνα τα τελευταία χρόνια έπεισε έμπρακτα ότι συνειδητοποιεί εκείνο που η πλειονότητα των πολιτών υποδείκνυε: ο τουρκικός επεκτατισμός αντιμετωπίζεται με πανεθνική στρατηγική αποτροπής, στηριγμένη στον ορθολογισμό της οικονομικής, διπλωματικής, και προπάντων της αμυντικής ισχύος κι ετοιμότητας.

Πρωτίστως, η ετοιμότητα της Αθήνας για ασύμμετρη στρατιωτική ανταπόδοση σε περίπτωση τουρκικής απόπειρας για κατάληψη νησιού, κατέστησε την πολεμική επιλογή απαγορευτική για την Τουρκία. Ταυτοχρόνως, οι «παγωμένες» ευρωτουρκικές σχέσεις, η  αντιπαλότητα Ερντογάν με τη Δύση και η συνεχής πτωτική πορεία της τουρκικής οικονομίας κατέστησαν την αναζήτηση διεξόδου ανσπόφευκτη από τον Ερντογάν.

Για αυτό,  προβλέπαμε εδώ και καιρό  ότι τα τουρκικά  αδιέξοδα δημιουργούν σοβαρή ευκαιρία για Αθήνα-Λευκωσία να πρωτοστατήσουν στην επαναδιαμόρφωση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Ενώ λοιπόν η μόνιμη τουρκική επιδίωξη ήταν να προχωρήσουν Ελλάδα-Τουρκία σε διάλογο για «διμερείς διαφορές» με τα «κεκτημένα» της τουρκικής επιθετικότητας αναλλοίωτα, η Αθήνα ενεργώντας σωστά, ανέδειξε τις παράνομες διεκδικήσεις ενάντια στο διεθνές δίκαιο, κερδίζοντας ανάλογα καταδικαστικές αποφάσεις και ψηφίσματα. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Την κρίσιμη ώρα του επανακαθορισμού των ευρωτουρκικών σχέσεων, η Αθήνα επανήλθε στην πολιτική του κατευνασμού, παρέχοντας «οξυγόνο» στην τουρκική επιδίωξη για «διμερείς διαφορές». Έτσι, η συγκυρία για θεσμοθέτηση των τουρκικών παρανομιών ως ενεργειών εναντίον της ΕΕ στο πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων και όχι ως διαφορών της Τουρκίας με την Ελλάδα ή την Κύπρο, χάθηκε.  

Άλλωστε, η αθηναϊκή ελίτ έχει διαχρονική εμμονή για παραμερισμό της τουρκικής κατοχής της Κύπρου και σιωπά για το «Τουρκολυβικό Μνημόνιο», που ακρωτηριάζει κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας-Κύπρου. Κι έτσι, επιστρέφουμε εκεί που η Τουρκία επεδίωκε, σε «διάλογο» και «διμερείς διαφορές», με τους μονίμως εγχώριους «χαρούμενους» να νομίζουν ότι το τουρκικό θηρίο χόρτασε. Θα πέσουν όμως έξω, όπως έξω έπεσαν όσοι για δεκαετίες νόμιζαν ότι θα χορτάσει το τουρκικό θηρίο εγκαταλείποντας την Κύπρο. 

Η κοντόφθαλμη πολιτική των εγχώριων ελίτ δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν πόσο μας έχει «χαντακώσει» η  εμμονή τους. Ένα παράδειγμα που φανερώνει τη διαχρονική φοβία και πλαδαρότητα απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό αρκεί. Για χρόνια ο πρώην Πρόεδρος της Κύπρου Τ. Παπαδόπουλος πρότεινε τη ρύθμιση ΑΟΖ Κύπρου-Ελλάδας, συνδέοντας έτσι την ενδιάμεση θαλάσσια περιοχή, ενόσω η Τουρκία «κοιμόταν», αλλά η Αθήνα παρέμεινε απαθής, από φόβο για το  … τέλος του κόσμου.

Το τίμημα εκείνης της «απάθειας» επέτρεψε στην Τουρκία να «εισβάλει» χρόνια αργότερα στον ενδιάμεσο θαλάσσιο χώρο με το «Τουρκολυβικό Μνημόνιο», ενώ στην Αθήνα οι ελίτ διαπιστώνουν σήμερα … ευκαιρίες διαλόγου με την Τουρκία. Φυσικά, στο ενδεχόμενο ρύθμισης ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου θα υπήρχαν τουρκικές ενστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να τεθούν στο Δικαστήριο στην Χάγη (που τώρα η Αθήνα προτείνει και η Τουρκία αρνείται), αλλά και με επιπρόσθετο εθνικό κέρδος, όπως έγινε και με την ρύθμιση ΑΟΖ Αιγύπτου-Κύπρου: κάθε τουρκική παρέμβαση εντός της ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου θα ήταν ξεκάθαρα παράνομη.

Την ευνοϊκή συγκυρία ενώπιόν μας τεκμηριώνει μεταξύ άλλων ο διεθνούς εμβέλειας αναλυτής Μάικλ Ρούπιν και την προασπίζεται ο Γερουσιαστής Μενέντεζ, αλλά δεν το αντιλαμβάνονται οι εγχώριες ελίτ!    

Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο