Στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα των ΗΠΑ, στις 25 Φεβρουαρίου 1960, τριάντα πέντε φοιτητές από το αποκλειστικά μαύρο κολέγιο Alabama State υπέστησαν ρατσιστική μεταχείριση αφού, όταν ζήτησαν εξυπηρέτηση στο κυλικείο του δικαστηρίου της κομητείας Montgomery, όχι μόνο αρνήθηκαν να τους σερβίρουν, αλλά, όταν διαμαρτυρήθηκαν, συνελήφθησαν.

Δύο ημέρες αργότερα, οι περισσότεροι από τους 800 φοιτητές του Alabama State πορεύτηκαν προς το τοπικό Καπιτώλιο για να διαμαρτυρηθούν και όταν μέλη της ρατσιστικής οργάνωσης Ku Klux Klan επιτέθηκαν με ρόπαλα στους φοιτητές, η αστυνομία δεν έπραξε τίποτα αλλά παρακολουθούσε χωρίς να παρεμβαίνει.

Η επίθεση παρέμεινε ατιμώρητη, παρά το γεγονός ότι η εφημερίδα Montgomery Advertiser δημοσίευσε φωτογραφίες του περιστατικού, με αρκετά μέλη της ομάδας να αναγνωρίζονται ξεκάθαρα.

Στις 29 Μαρτίου 1960, οι New York Times δημοσίευσαν ολοσέλιδη διαφήμιση με τίτλο “Heed Their Rising Voices” κάνοντας λόγο για τους «ρατσιστές παραβάτες του νότου», χωρίς να κάνει οιανδήποτε ονομαστική αναφορά, σκιαγραφώντας όμως μια μαύρη εικόνα για τον ρόλο της τοπικής αστυνομίας και των φυσικών και ηθικών αυτουργών της.

Ο L.B. Sullivan, αστυνομικός σύμβουλος (police commissioner) της πόλης του Μοντγκόμερι, αν και δεν αναφερόταν ονομαστικά, θεώρησε ότι θιγόταν η υπόληψη του και έτσι καταχώρησε αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση κατά των New York Times.

Η ελευθερία του λόγου εν γένει αλλά ειδικά του πολιτικού λόγου είναι η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο οφείλει να ενθαρρύνει τον έντονο διάλογο σε δημόσια θέματα και την κριτική όσων κατέχουν δημόσιο αξίωμα.

Αυτός ο διάλογος είναι θεμελιώδης σε μια δημοκρατία γιατί επιτρέπει στον λαό να συμμετέχει ενεργά στη διακυβέρνηση. Η πρόσληψη αυτή του λόγου πήρε σάρκα και οστά με την υπόθεση Sullivan το 1964 και αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα μοντέλα για την ανάλυση της προστασίας του λόγου στις ΗΠΑ.

Ο λόγος στη «Sullivan» είναι ο δημόσιος λόγος, ο διάλογος επί δημοσίων θεμάτων. Η προστασία του λόγου είναι η προστασία της ελεύθερης αγοράς των ιδεών. Η ελευθερία του λόγου συνδέεται με τη δημοκρατία και αντιμετωπίζεται ως θεμέλιο της αυτοκυβέρνησης των πολιτών. Παράλληλα, ο δημόσιος διάλογος απεικονίζεται ως μια πάλη της αλήθειας με το ψέμα, η οποία διασφαλίζει την αναζήτηση της αλήθειας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, κρίνοντας τη συνταγματικότητα του νόμου για τη δυσφήμηση, έλαβε υπόψη του ότι ο ιστορικός σκοπός του νόμου αυτού δεν ήταν η λογοκρισία ή η τιμωρία της έκφρασης γνώμης αλλά η προστασία της υπόληψης των πολιτών.

Η αγωνία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Sullivan ήταν να προστατεύσει τον ελεύθερο διάλογο στα θέματα δημοσίου συμφέροντος. Βασικό αντικείμενο της απόφασης είναι πώς θα αποφευχθεί το «πάγωμα» του ελεύθερου διαλόγου και η αυτολογοκρισία του τύπου, υπό την απειλή της επιδίκασης αποζημιώσεων για τη δυσφήμηση.

Το Δικαστήριο αναζητά ακόμα και την αξία του ψέματος στον δημόσιο διάλογο για να δώσει ακόμη και στο ψέμα, όταν αυτό δεν εκφέρεται κακόπιστα, συνταγματική προστασία. Θεμέλιο του σκεπτικού του Δικαστηρίου είναι η ιδιότητα του ενάγοντος ως αξιωματούχου του δημοσίου.

Η δημόσια δράση των αξιωματούχων του δημοσίου πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ελεύθερης κριτικής. Η κριτική αυτή και ο δημόσιος διάλογος θεωρούνται βασικό συστατικό της δημοκρατίας της αυτοκυβερνώμενης πολιτείας.

Η πραγματική κακοβουλία

Όλα τα πιο πάνω αποτελέσαν την βάση και την ουσία της κορυφαίας και πρωτοποριακής απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση New York Times Co. εναντίον Sullivan, το 1964, το οποίο καθιέρωσε το πρότυπο της “πραγματικής κακοβουλίας”, το οποίο πρέπει να πληρείται για να θεωρηθεί ένα δημοσίευμα που αφορά δημόσια πρόσωπα ως δυσφημιστικό.

Διαχρονικά, σε όλες τις χώρες του κόσμου, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ίδια την ΕΕ, πολλά πολιτικά, δημόσια πρόσωπα ή εταιρείες, οργανισμοί με δύναμη και εξουσία αποπειράθηκαν και πέτυχαν πολλές φορές αυτό που επιδίωξε ο Sullivan, με σκοπό τη φίμωση του τύπου αλλά και των πολιτών και περιορισμό της πολιτικής κριτικής.

Ο όρος SLAPP αναφέρεται σε αβάσιμες μηνύσεις (ή αγωγές) που κατατίθενται από κάποιο ισχυρό πρόσωπο ή οργανισμό (για παράδειγμα μια επιχείρηση ή ένα υψηλά ιστάμενο δημόσιο πρόσωπο) ενάντια σε μη κυβερνητικά πρόσωπα, οργανισμούς και δημοσιογράφους, που εκφράζουν κριτική σχετικά με ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος. Σκοπός τέτοιων μηνύσεων δεν είναι να κερδηθεί η δικαστική υπόθεση, αλλά ο εκφοβισμός όσων ασκούν κριτική, μέσω της ηθικής και οικονομικής εξουθένωσής τους.

Το αρκτικόλεξο SLAPP επινοήθηκε από τους καθηγητές Penelope Canan και George W. Pring του Πανεπιστημίου του Ντένβερ, τη δεκαετία του 1980. Για έναν πιο επίσημο ορισμό των SLAPP, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου και των Μέσων Ενημέρωσης ορίζει το SLAPP ως «μια αγωγή που υποβάλλεται από ισχυρά άτομα (π.χ. μια εταιρεία, ένας δημόσιος υπάλληλος, ένα πρόσωπο υψηλού προφίλ) κατά μη κυβερνητικών ατόμων ή οργανισμών που εξέφρασαν κριτική θέση για ένα ουσιαστικό ζήτημα κάποιου πολιτικού ενδιαφέροντος ή κοινωνικής σημασίας.

Προστασία από καταχρηστικές αγωγές

Στις 27/2/2024, με 546 ψήφους υπέρ, 47 κατά και 31 αποχές, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε Οδηγία που στόχο έχει να διασφαλίσει ότι τα πρόσωπα και οι οργανώσεις που εργάζονται για θέματα δημόσιου συμφέροντος, όπως τα θεμελιώδη δικαιώματα, οι καταγγελίες για διαφθορά, η προστασία της δημοκρατίας και η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης, θα προστατεύονται από τις αβάσιμες και καταχρηστικές αγωγές.

Για την αποτελεσματικότερη προστασία των θυμάτων, η νέα Οδηγία καθιερώνει δύο μέτρα: την απόρριψη αβάσιμων υποθέσεων σε προκαταρκτικό στάδιο και τη δυνατότητα να ζητείται από τον ενάγοντα να καλύπτει τα δικαστικά έξοδα, μεταξύ άλλων για τη νομική εκπροσώπηση του εναγομένου, καθώς και να καταβάλει αποζημίωση στο θύμα.

Για να αποφεύγονται περιπτώσεις στις οποίες οι ενάγοντες επιλέγουν να προσφύγουν σε δικαστήρια που είναι πιθανότερο να ταχθούν υπέρ τους, οι νέοι κανόνες διασφαλίζουν ότι δεν θα αναγνωρίζονται οι αποφάσεις δικαστηρίων εκτός ΕΕ, όσον αφορά αβάσιμες ή καταχρηστικές αγωγές κατά φυσικών ή νομικών προσώπων με έδρα στην ΕΕ.

Παράλληλα, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα θύματα καταχρηστικών αγωγών θα έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τα ένδικα μέσα συγκεντρωμένες σε ένα μέρος, ώστε να μπορούν εύκολα να βρίσκουν πού να απευθυνθούν για νομική συνδρομή ή οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη. Επιπλέον, οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι θα παρέχεται νομική συνδρομή στους εναγομένους σε αστικές διαδικασίες με διασυνοριακό χαρακτήρα. Τέλος, θα πρέπει να δημοσιεύουν όλες τις τελικές αποφάσεις για τις υποθέσεις SLAPP (στρατηγικές αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού) και να συλλέγουν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με αυτές.

* Advocates-Legal Consultants