Η Ντόρα Μπακογιάννη στον πρόλογό της στο βιβλίο του Γιώργου Καλπαδάκη «Κυπριακό 1954-1974» (σελ 15-20) παρουσιάζει κάποιες θέσεις που αξίζει να σχολιαστούν, αν λάβουμε υπόψη πως  αυτή διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας και είναι σήμερα από τα κορυφαία στελέχη του κόμματος που κυβερνά τη χώρα της. Από τα γραφόμενά της επισημαίνουμε λοιπόν τα ακόλουθα:

Α) Μιλά για τους «πραγματιστές» που ήταν «πεπεισμένοι ότι ο Αρχιεπίσκοπος ήταν ο καταλληλότερος για να εγγυηθεί την ενότητα του κυπριακού κράτους στο πλαίσιο ενός διακανονισμού με την τουρκοκυπριακή κοινότητα» και αμύνθηκαν απέναντι στους αντιπάλους του Μακάριου « και τους αντιμακαριακούς τους σχεδιασμούς».

Β) Υποστηρίζει πως «στην πλευρά των πραγματιστών ανήκε πάντα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης» που είναι  ο πατέρας της. Στη συνέχεια αναφέρεται σε μια φράση του Μητσοτάκη πως το σχέδιο Ατσετσον  ήταν «μια μοναδική ευκαιρία» και τονίζει πως ο πατέρας της σε συνέντευξή του το 2011 χαραχτήρισε «εθνικό έγκλημα» τη διχοτόμηση τονίζοντας πως «αν πάμε τελικά στη διχοτόμηση, αυτό θα σημαίνει το τέλος του κυπριακού ελληνισμού».

Γ) Σε άλλο σημείο η Ντόρα Μπακογιάννη μιλά για «μονομερή πρωτοβουλία του προέδρου της Κύπρου να θέσει θέμα συνταγματικής αναθεώρησης του 1963». Επιπλέον, μας πληροφορεί πως ο Μητσοτάκης « για τον Μακάριο…. είχε πολλές φορές δηλώσει ότι ακολουθούσε δική του πολιτική».  « Ο ίδιος υπέγραψε τη ζυριχική πολιτεία για να την τορπιλίσει λίγο αργότερα με τα 13 σημεία», ισχυρίστηκε ο Μητσοτάκης.

>Οι δύο τάσεις και η εφημερίδα «Ελευθερία»              

 Από το 1960 μέχρι το 1974 είναι φανερό πω υπήρχαν βασικά δυο τάσεις στο κυπριακό. Η πρώτη, όπως αναφέρει η Ντόρα Μπακογιάννη, ήταν οι πραγματιστές που υποστήριζαν τον Μακάριο και η δεύτερη οι λεγόμενοι ενωτικοί που συνέχεια τον επέκριναν. Οι πραγματιστές απέρριπταν κάθε λύση που παραχωρούσε κυπριακό έδαφος στην Τουρκία και προτιμούσαν από τέτοια διευθέτηση που τη θεωρούσαν διχοτομική τη διατήρηση και ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι λεγόμενοι ενωτικοί μιλούσαν για ένωση, αλλά δέχονταν και το αντάλλαγμα που ζητούσε η Τουρκία που ήταν να της δοθεί μέρος του εδάφους της Κύπρου.

 Η Ντόρα Μπακογιάννη γράφει πως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν  ανάμεσα στους πραγματιστές. Η ίδια όμως αναφέρει πως οι πραγματιστές υποστήριζαν τον Μακάριο, «για να εγγυηθεί την ενότητα του κυπριακού κράτους». Πρόσφερε πράγματι ο Μητσοτάκης τέτοια υποστήριξη στον αρχιεπίσκοπο; Ας δούμε  τι έγραφε το εκφραστικό του όργανο η αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθερία». Στις 24 του Γενάρη του 1965 σε άρθρο της έλεγε:   «Όταν έλθει η ώρα να δοθούν όλα τα στοιχεία εις την δημοσιότητα, το έθνος θα πληροφορηθεί ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική του Κέντρου είχε καταστήσει την ένωσιν σχεδόν πραγματικότητα. Την εματαίωσαν ένας υπεύθυνος εις την Λευκωσίαν και, δευτερευόντως ένας ανευθυνουπεύθυνος εις τας Αθήνας. Ποίον ήτο το ποσοστόν  του δόλου και ποία η μερίς της μωρίας των δύο αυτών σπουδαρχηδών, θα είναι δύσκολον να διευκρινισθεί ακόμη και τότε. Αλλ’ όχι ακατόρθωτον».

Ο «υπεύθυνος» της Λευκωσίας ήταν ο Μακάριος και ο «ανευθυνουπεύθυνος» της Αθήνας ο Ανδρέας Παπανδρέου. Συνεχίζοντας η εφημερίδα τόνιζε πως «την χάραξιν της γραμμής και την εκτέλεσίν της θα έχει  εις το ακέραιον η ελληνική κυβέρνησις» προσθέτοντας πως «ο Μακάριος θα εκτελεί εντολάς» και πως «εις τας Αθήνας υπάρχει υπουργικόν συμβουλίον διά να αποφασίζει».

  Απαντώντας ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε από την εφημερίδα να αποκαλύψει με στοιχεία  πώς ο ίδιος ματαίωσε την ένωση και τόνισε πως αντέδρασε μόνο κατά του σχεδίου Άτσεσον που ήταν διχοτομικό.  Στις 29 του Γενάρη του 1965 η «Ελευθερία» απαντώντας στον Κύπριο πρόεδρο έγραφε πως «δεν είναι δυνατή η δημοσιότης όλων των στοιχείων» και τόνιζε πως δεν τον κατηγορούσε για το σχέδιο Άτσεσον αλλά για την ματαίωση του σχεδίου ανακήρυξης της ένωσης από Ελλάδα και Κύπρο. Η άρνηση της εφημερίδας να δημοσιεύσει στοιχεία οδήγησε σε νέα δήλωση του Μακάριου, στην οποία τόνιζε πως η «κατήγορος εφημερίς» είχε ύποπτα κίνητρα.

 Οι επιθέσεις της εφημερίδας εναντίον του Αρχιεπισκόπου συνεχίστηκαν. Τον κατηγορούσε πως στην ιστορία του υπάρχει το «επονείδιστον αυτό κεφάλαιον» των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου.  Επίσης, θεωρούσε πως μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1964 θα έπρεπε να είχε κηρυχθεί η ένωση από τον Γ. Παπανδρέου  και τον Μακάριο και υποστήριζε πως είναι «μικρός ο φόβος ότι η Τουρκία ηδύνατο να μας κηρύξει τον πόλεμον».

  Τέλος, το άρθρο της «Ελευθερίας» που ενόχλησε περισσότερο τους Ελληνοκυπρίους ήταν αυτό που δημοσιεύτηκε στις 4 του Γενάρη του 1965, το οποίο αφού μιλούσε περί «των κουτοπόνηρων ελιγμών» του Κύπριου προέδρου  πρόσθετε και τα ακόλουθα:    « Ο κυπριακός λαός θα κληθεί, τώρα, ν’ αποφασίσει διά δημοψηφίσματος τι θέλει. Μετά, εάν μεν θέλει την ένωσιν, θ’ αγωνισθεί ενιαίος ο ελληνισμός διά την πραγματοποίησίν της, με υπεύθυνον χειρίστην την κυβερνησιν του έθνους. Εάν αντιθέτως, επιδοκιμάζει την επιδίωξιν να καταστεί η μαρτυρική Κύπρος η πόρνη της Εγγύς Ανατολής, ριπτομένη οτέ μεν εις τας ρωσικάς , ότε δε εις τας βρετανικάς αγκάλας, διά να έχει την ευκαιρίαν μία μικρά κλίκα ανθρωπαρίων να ικανοποιεί την ιδιοτέλειάν της με αξιώματα και φαυλότητας, τότε δεν χρειάζεται η Ελλάς ως προαγωγός εις την οδόν της απωλείας. Ας προχωρήσουν μόνοι».

 Ίσως μερικοί υποστηρίζουν πως ο Μητσοτάκης πιθανό να μην είχε σχέση με τα δημοσιεύματα αυτά. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο εκδότης της εφημερίδας Πάνος Κόκκας ανέλαβαν την ευθύνη για την αρθρογραφία της εφημερίδας και απολογήθηκαν στον Μακάριο .  Γράφει ο Σπύρος Παπαγεωργίου  (Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλα, τόμος Β’ σελ. 279):   «Πάντως, δεν θα ήτο άνευ σημασίας να σημειωθεί ότι ολίγον αργότερον οι Π. Κόκκας και Κ. Μητσοτάκης θα επεσκέπτεντο τον Μακάριον εις Λευκωσιαν, θα ησπάζοντο την χείρα του και θα «εξήγουν» πώς και γιατί η «Ελευθερία» τον επολέμησε τόσον».

Τα δημοσιεύματα της «Ελευθερίας» και η απολογία του Μητσοτάκη στον Μακάριο δείχνουν πως αυτός δεν ήταν ανάμεσα στους πραγματιστές που υποστήριζαν τον πρόεδρο της Κύπρου «για την ενότητα του κυπριακού κράτους». Αντίθετα, η δήλωσή του πως το σχέδιο  Άτσεσον ήταν «μοναδική ευκαιρία» τον κατατάσσει ανάμεσα σ’ αυτούς που επιδίωκαν την κατάλυση του κυπριακού κράτους με μια λύση που θα λεγόταν «ένωση», αλλά συγχρόνως θα παραχωρούσε κυπριακό έδαφος στην Τουρκία.

    Η εφημερίδα « Ελευθερία» στην  επίθεσή της εναντίον του Μακάριου τον κατηγορεί γιατί ματαίωσε την κήρυξη της ένωσης από την Ελλάδα και την Κύπρο. Ας δούμε όμως ποια είναι η αλήθεια.  Στις 19 του Αυγούστου του 1964 σε σύσκεψη στην Αθήνα υπό την προεδρία του βασιλιά Κωνσταντίνου και με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και του αρχηγού της αντιπολίτευσης Π. Κανελλόπουλου αποφασίστηκε να προωθηθεί η ιδέα της πραξικοπηματικής ένωσης και να μεταβεί ο Γαρουφαλιάς στην Κύπρο και να συζητήσει το θέμα με τον Μακάριο.

    Για τις συνομιλίες του στην Κύπρο ο Γαρουφαλίας γράφει «Ελλάς και Κύπρος 1964-1965, σελ. 195-198) γράφει:  «Και ο κ. Κυπριανού και ο κ Π. Γεωρκάτζης υπεστήριξαν ενθέρμως την αποδοχή του σχεδίου και ο Αρχιεπίσκοπος το δέχθηκε ως κατ’αρχήν… Έσπευσα αμέσως το επόμενο πρωί να αναγγείλω στον πρωθυπουργό και στον Στ. Κωστόπουλο την κατ’ αρχήν αποδοχή από τον αρχιεπίσκοπο του σχεδίου της μονομερούς ενώσεως».

Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος τηλεφωνεί στον Γαρουφαλιά και όπως καταγράφει ο ίδιος (σελ. 198) του είπε: «Ακριβώς σε παίρνω για να σου ειπώ πως τα πράγματα άλλαξαν και πρέπει να απαγκιστρωθείς από τη συμφωνία με τον αρχιεπίσκοπο και να επανέλθεις το ταχύτερο στην Αθήνα».

Την επόμενη μέρα ο Γαρουφαλιάς βρίσκεται στο σπίτι του Παπανδρέου που τον πληροφορεί πως δέχθηκε το σχέδιο Άτσεσον και γι’ αυτό εγκατέλειψε το σχέδιο της πραξικοπηματικής ένωσης  (στο ίδιο , σελ. 204). Μετά ακολουθεί διάλογος του Παπανδρέου με τον Γαρουφαλιά και τον Λουκή Ακρίτα κατά τον οποίο ο πρωθυπουργός πείθεται πως δεν μπορεί ούτε το σχέδιο Άτσεσον να δεχθεί, αφού οι Ελληνοκύπριοι το απορρίπτουν. Έτσι, ενώ προηγουμένως είχε δώσει απάντηση αποδοχής, τώρα έστελνε απάντηση απόρριψης. Είναι και αυτό δείγμα της επιπολαιότητας με την οποία αντιμετώπιζε η Αθήνα το κυπριακό. Δεν είναι λοιπόν ο Μακάριος που απέτρεψε την πραξικοπηματική ένωση το 1964, αλλά ο Έλληνας πρωθυπουργός που υπαναχώρησε. Ας σταματήσει λοιπόν το παραμύθι πως το 1964 η Αθήνα μάς πρόσφερε ένωση και εμείς οι «ανθενωτικοί» Ελληνοκύπριοι την απορρίψαμε.