Τον Μάιο του 2024, η βουλή ψήφισε νόμο που ποινικοποιεί τις ψευδείς καταθέσεις που υποβάλλονται στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων Κατά της Αστυνομίας (ΑΑΔΙΠΑ), εν μέσω μιας συνεχιζόμενης αύξησης καταγγελιών για την αστυνομική συμπεριφορά. Ο νόμος ουσιαστικά επιτρέπει τη δίωξη ατόμων που υποβάλλουν καταγγελίες στην Αρχή εάν αυτές οι καταγγελίες θεωρηθούν ψευδείς.
Δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς από αστυνομικούς τα θύματα μπορούν να παρουσιάσουν ως απόδειξη μόνο την προσωπική τους εμπειρία, η οποία με τη σειρά της μπορεί απλώς να χαρακτηριστεί ως ψευδής από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς, ο νόμος έχει ουσιαστικά υπονομεύσει τη λειτουργία της Αρχής. Δεν μπορεί να εγγυηθεί την προστασία σε θύματα αστυνομικής αυθαιρεσίας και ενδέχεται κάλλιστα να βρεθούν υπό δίωξη εάν υποβάλουν καταγγελία. Ο νόμος, όπως σημείωσαν διάφοροι βουλευτές που τον στήριξαν σε δηλώσεις τους, στόχευε στην προστασία των μελών της αστυνομίας και, όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε δεκτός με ικανοποίηση από τη συντεχνία Ισότητα, η οποία εκπροσωπεί τους αστυνομικούς.
Αστυνομική συμπεριφορά
Ωστόσο, η συμπεριφορά της αστυνομίας φαίνεται να έχει επιδεινωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ένας 38χρονος νοσηλεύτηκε τον Απρίλιο μετά από χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση της σπλήνας του και υπέστη κατάγματα πλευρών, τραυματισμοί που ισχυρίστηκε ότι προκλήθηκαν από άγριο ξυλοδαρμό από περίπου 15 αστυνομικούς. Σε άλλο περιστατικό, και πάλι τον Απρίλιο, ένας ανήλικος ακινητοποιήθηκε βίαια και συνελήφθη έξω από την οικία του, με την αστυνομία να μην δίνει κανέναν λόγο για τη σύλληψη στους γονείς του ανηλίκου και στον δικηγόρο του. Σε δημόσια δήλωσή του, το δικηγορικό γραφείο που τον εκπροσωπεί σημείωσε ότι οι ενέργειες των αστυνομικών που παρατήρησαν «εκφεύγουν κάθε Νομιμότητας αλλά και λογικής σε ένα Σύγχρονο Κράτος Δικαίου». Τον Οκτώβριο του 2024, η αστυνομία συνέλαβε δύο άτομα για την ανάρτηση ενός πολιτικού πανό που επέκρινε την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της ετήσιας παρέλασης για την επέτειο της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Τον Απρίλιο του 2024, αστυνομικοί πραγματοποίησαν έφοδο σε διαμέρισμα στη Λεμεσό όπου διέμεναν μετανάστες εργάτες, με αποτέλεσμα άνθρωποι να πηδήξουν από το μπαλκόνι σε μια προσπάθεια να διαφύγουν, οδηγώντας στον θάνατο του 19χρονου Anisur Rahman. Η αστυνομία φέρεται να μην διέθετε ένταλμα έρευνας για να εισέλθει στο διαμέρισμα. Ο Λευτέρης Κυριάκου, επικεφαλής του ΤΑΕ Λεμεσού, δήλωσε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι σε τέτοιους ελέγχους μετανάστευσης δεν απαιτείται νομικά ένταλμα έρευνας, καθώς ήταν «όπως η περίπτωση όπου γίνεται καταγραφή πληθυσμού από λειτουργούς του Αρχείου Πληθυσμού. Δηλαδή επισκέπτονται τα διαμερίσματα, χτυπούν την πόρτα, και αφού έχουν τη συγκατάθεση του ενοίκου γίνεται η καταγραφή».
Σε αντίθεση με την περιγραφή του Κυριάκου, ο Κ.Σ., αυτόπτης μάρτυρας της αστυνομικής επιδρομής, περιέγραψε σε δήλωσή του στο philenews την αστυνομία να εισέρχεται στο διαμέρισμα με τη βία: «εκείνο το πρωί, 15 πρόσωπα χωρίς στολή, έσπασαν την πόρτα του διαμερίσματος και γρονθοκόπησαν αυτόν που στεκόταν δίπλα στην πόρτα, ενώ στη συνέχεια γρονθοκόπησαν άλλο ένα πρόσωπο που βρισκόταν στο διαμέρισμα. Ένας άλλος κατάφερε να διαφύγει». Έρευνα της Αρχής απάλλαξε την αστυνομία από κάθε αδίκημα τον Αύγουστο του 2024. Άλλωστε, όπως σημείωσε τον Ιανουάριο η οργάνωση Far Right Watch Cyprus: «…ετησίως, λιγότερο από το 1% των καταγγελιών που γίνονται στην ΑΑΔΙΠΑ οδηγούνται στον Εισαγγελέα».
Σε μια πιο πρόσφατη υπόθεση, η αστυνομία πυροβόλησε και σκότωσε τον Shoaib Khan κατά τη διάρκεια επιχείρησης κατά της παράνομης διακίνησης μεταναστών στην νεκρή ζώνη της Ποταμιάς. Το πτώμα του βρέθηκε αργότερα στην περιοχή της Ακρόπολης στη Λευκωσία. Η υπόθεση ήταν γεμάτη αντιφάσεις, συνδεόμενη με την αρχική απόφαση του ιατροδικαστή που απέκλειε το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας.
Και στις δύο περιπτώσεις θανάτων μεταναστών, οργανώθηκαν διαμαρτυρίες από ομάδες της κοινωνίας των πολιτών που επέκριναν την αστυνομική συμπεριφορά και την κυβερνητική πολιτική. Μία τέτοια διαμαρτυρία πραγματοποιήθηκε στη Λεμεσό τον Απρίλιο του 2024 και μια άλλη στη Λευκωσία τον Ιανουάριο του 2025. Και στις δύο περιπτώσεις, η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις συμμετεχόντων, παρά του μικρού μεγέθους, και τον ειρηνικό χαρακτήρα των διαμαρτυριών. Στη διαμαρτυρία της Λεμεσού, η οποία πραγματοποιήθηκε έξω από το ΤΑΕ Λεμεσού και αφορούσε την υπόθεση Rahman, η αστυνομία συνέλαβε δέκα άτομα, τα οποία αντιμετωπίζουν κατηγορίες που περιλαμβάνουν συνωμοσία για διάπραξη πλημμελήματος, οχλαγωγία, διασάλευση της ειρήνης, δημόσια εξύβριση και επίθεση εναντίον αστυνομικού.
Αντίθετα με το αφήγημα της αστυνομίας, τόσο διαδηλωτές όσο και οι δικηγόροι των συλληφθέντων έκαναν λόγο για μια «απρόκλητη επίθεση», ενώ σε δημόσια δήλωσή τους οι συλληφθέντες κατηγόρησαν περαιτέρω την αστυνομία για λεκτική και σωματική κακοποίηση κατά τη διάρκεια της κράτησής τους. Η διαμαρτυρία της Λευκωσίας οργανώθηκε σε σχέση με την υπόθεση Khan, με την αστυνομία να συλλαμβάνει τέσσερα άτομα μετά την ειρηνική ολοκλήρωση της διαμαρτυρίας, με κατηγορίες που περιλαμβάνουν παράνομη συνάθροιση, δημόσια εξύβριση, πρόκληση ανησυχίας, και διασάλευση της ειρήνης. Μεταγενέστερες συλλήψεις συνέχισαν ακόμη και 20 ημέρες μετά τη διαμαρτυρία, με την κατακραυγή αυτή τη φορά να φτάνει μέχρι τη βουλή.
Δεδομένου ότι η αστυνομία δεν τείνει να επιδεικνύει τον ίδιο ζήλο στη σύλληψη ανθρώπων κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών που δεν είναι επικριτικές προς αυτήν και που προκαλούν σημαντική δημόσια αναστάτωση, είναι μάλλον δύσκολο να μην αντιληφθεί κανείς τη συμπεριφορά της αστυνομίας κατά τη διάρκεια αυτών των διαδηλώσεων ως ένα σαφές παράδειγμα αστυνόμευσης δύο μέτρων και δύο σταθμών. Ταυτόχρονα, είναι ενδεικτικό μιας κουλτούρας μισαλλοδοξίας που αναπτύσσεται στην αστυνομία, καθώς η άσκηση κριτικής εναντίον της ως θεσμού αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως «έγκλημα», παρόλο που τέτοια δημόσια κριτική προστατεύεται από τη νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Νομοθετώντας τον έλεγχο, όχι τα δικαιώματα
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση προτείνει νομοσχέδια βαθιά αντιδημοκρατικού χαρακτήρα. Το πρώτο τέτοιο νομοσχέδιο αφορά τις δημόσιες διαμαρτυρίες και στοχεύει να δώσει στην αστυνομία διευρυμένες εξουσίες επί των δημόσιων διαδηλώσεων. Το νομοσχέδιο επιβάλλει αυστηρές ρυθμίσεις σε σχέση με τις δημόσιες συγκεντρώσεις, απαιτώντας από τους διοργανωτές εκδηλώσεων με περισσότερα από 20 άτομα να ειδοποιούν τον Αρχηγό της Αστυνομίας τουλάχιστον επτά ημέρες νωρίτερα, και να συμπεριλαμβάνουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τον σκοπό της εκδήλωσης, την οργάνωση, τους συμμετέχοντες και τις πιθανές επιπτώσεις της στην κυκλοφορία, τις επιχειρήσεις και τις δημόσιες υπηρεσίες.
Οι διοργανωτές—με ευρεία έννοια που περιλαμβάνει άτομα, οργανώσεις, συντεχνίες και πολιτικά κόμματα—μετατρέπονται ουσιαστικά σε επιτηρητές των αστυνομικών οδηγιών, υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης, και θα θεωρούνται υπεύθυνοι εάν οι διαμαρτυρίες καταστούν βίαιες, μεταθέτοντας ουσιαστικά την ευθύνη της αστυνόμευσης από την αστυνομία στους διοργανωτές των διαδηλώσεων. Στην αστυνομία παρέχονται σαρωτικές εξουσίες για τον έλεγχο των εκδηλώσεων, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να εκδίδει δεσμευτικές οδηγίες και να διατάσσει την αφαίρεση οποιουδήποτε αντικειμένου που καλύπτει την ταυτότητα ενός ατόμου, υπό την απειλή φυλάκισης έως δύο ετών, χρηματικού προστίμου 3.000 ευρώ ή και των δύο. Ακόμη και οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις υπόκεινται σε έλεγχο σύμφωνα με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, με τους διαδηλωτές να πρέπει να ορίσουν κάποιο διοργανωτή επί τόπου.
Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει προτείνει νομοσχέδιο που επιτρέπει την παρακολούθηση δημοσιογράφων. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ο Αρχηγός της Αστυνομίας, ο Διευθυντής της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) ή οποιοσδήποτε εξουσιοδοτημένος ανακριτής θα μπορούσε, με την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, να ζητήσει με μονομερής αίτηση (ex parte), δικαστικό ένταλμα για την παρακολούθηση δημοσιογράφων, την έρευνα χώρων και την υποχρεωτική αποκάλυψη πηγών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι αρχές μπορούν επίσης να αναπτύξουν λογισμικό παρακολούθησης στις συσκευές δημοσιογράφων.
Αυτό το νομοσχέδιο προτάθηκε λιγότερο από ένα χρόνο αφότου η Κύπρος επικρίθηκε από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), καθώς και από διεθνείς οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου, για ένα άλλο νομοσχέδιο που στόχευε στην επιβολή αυστηρών ποινών για τη διάδοση παραπληροφόρησης και το οποίο επικρίθηκε για το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πολιτικού ελέγχου αντί για την ενίσχυση της ποιότητας της πληροφόρησης. Όπως σημείωσε η Media Freedom Rapid Response (MFRR) στη δήλωσή της: «Στοιχεία δείχνουν ότι νόμοι κατά της παραπληροφόρησης έχουν επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί από καταπιεστικές αρχές για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη σχετικά με το τι θεωρείται αληθές ή ψευδές, προσβλητικό, επικίνδυνο ή στασιαστικό».
Η δημοκρατία πέρα από την κάλπη
Οι πολιτικοί στην Κύπρο συχνά κάνουν ρητορικές δηλώσεις για τη δημοκρατία, συνήθως κατά τη διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών. Παρά το γεγονός ότι οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο των δημοκρατιών, η δημοκρατία ως ένα σύγχρονο σύστημα διακυβέρνησης ούτε εξαντλείται ούτε εξισώνεται απλώς με την εκλογική αντιπροσώπευση στα κυβερνητικά όργανα. Βασίζεται επίσης, καθοριστικά, στην εδραίωση και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αποσκοπούν στην εγγύηση της ελεύθερης και ίσης πρόσβασης των πολιτών στην πολιτική διαδικασία.
Κλειδί σε αυτά τα δικαιώματα είναι η ελευθεροτυπία, που επιτρέπει στα μέσα ενημέρωσης να πληροφορούν ανεξάρτητα και να κρατούν τις αρχές υπόλογες, το δικαίωμα του συνέρχεσθε και του διαμαρτύρεσθε, που επιτρέπει στους πολίτες να εκφράζουν ειρηνικά τις απόψεις τους και να απαιτούν αλλαγές, και το δικαίωμα να επικρίνουν την κυβέρνηση και τους δημόσιους θεσμούς χωρίς φόβο αντιποίνων.
Η συνεχής πρόταση νομοσχεδίων που, εάν ψηφιστούν, θα περιορίσουν άμεσα θεμελιώδεις ελευθερίες, αντανακλά την αντιδημοκρατική λογική διακυβέρνησης της σημερινής κυβέρνησης, η οποία επιδιώκει να περιορίσει τη δημόσια κριτική και τη λαϊκή πολιτική συμμετοχή. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη, αλλά είναι παρόλα αυτά ανησυχητικό, το γεγονός ότι ο σημερινός Υπουργός Δικαιοσύνης Μάριος Χαρτσιώτης κορόιδεψε ακτιβιστές που διαμαρτυρήθηκαν τον Φεβρουάριο έξω από τη Βουλή κατά του προτεινόμενου νομοσχεδίου για τις διαδηλώσεις.
Παραβλέποντας προφανώς το νόημα της ίδιας της διαμαρτυρίας, μόλις ένα μήνα αργότερα, ο κ. Χαρτσιώτης σχολίασε δημόσια κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο μνημείο πεσόντων αστυνομικών και πυροσβεστών στο Αρχηγείο Αστυνομίας: «Θα ήθελα στο σημείο αυτό να πω σε κάποιους να βγάλουν τις καρναβαλίστικες μάσκες για να βλέπουν και να τους βλέπουμε καλύτερα, να αφήσουν τα πεζοδρόμια έξω από τη Βουλή και να έρθουν εδώ να σταθούν απέναντι από αυτό το μνημείο για να αντιληφθούν ποιος είναι ο Κύπριος αστυνομικός και πυροσβέστης. Αν έχουν τα κότσια βέβαια…». Φαίνεται ότι στο μυαλό του σημερινού Υπουργού Δικαιοσύνης, η αστυνομία, ως θεσμός, θα πρέπει να χαίρει εκ των προτέρων σεβασμού από τους Κύπριους πολίτες.
Σε δημόσια ανακοίνωση που καλούσε σε διαμαρτυρία για τη δολοφονία του Shoaib Khan, οι διοργανωτές δήλωσαν ότι «Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στο κράτος και την αστυνομία που διερευνούν τον εαυτό τους και συγκαλύπτουν τις πράξεις τους». Αυτό το αίσθημα δυσπιστίας είχε ήδη περιγραφεί ένα χρόνο νωρίτερα από τον κοινωνιολόγο Νίκο Τριμικλινιώτη, ο οποίος δήλωσε στο philenews και το in-cyprus ότι οι προτάσεις για την τάξη και την ασφάλεια «υπονομεύουν…την εμπιστοσύνη του κοινού». Όπως κατέστησε σαφές ο κ. Τριμικλινιώτης, «Τα μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα και να προσαρμόζονται στο συγκεκριμένες κοινωνικές-πολιτισμικές συνθήκες – δηλαδή να κατανοούν το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα. Δεν βλέπω να έχουν επιτυχία στην Κύπρο – αν μη τι άλλο η εμπιστοσύνη στην Αστυνομία θα μειωθεί ακόμη περισσότερο μακροπρόθεσμα».
Αυτή η διάβρωση της δημόσιας εμπιστοσύνης σηματοδοτεί μια βαθύτερη δημοκρατική οπισθοδρόμηση, καθώς υπάρχει μια συστηματική ανατροπή των δημοκρατικών αρχών. Αντί να διαφυλάσσει τις πολιτικές ελευθερίες από την κρατική αυθαιρεσία, το κράτος τώρα τοποθετείται ενεργά εναντίον της πολιτικής συμμετοχής.
Η σύλληψη ειρηνικών διαδηλωτών, η προσπάθεια νομικού περιορισμού των διαδηλώσεων, η προτεινόμενη διάβρωση της ελευθερίας του Τύπου και η ανοιχτή περιφρόνηση προς όσους εγείρουν ανησυχίες, σκιαγραφούν μια εικόνα αυταρχικών τάσεων στον πυρήνα της σημερινής κυβέρνησης. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι ευθύνη της κυβέρνησης και της αστυνομίας να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό των πολιτών—και όχι το αντίστροφο.
*Κοινωνιολόγος και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου