Οι σπουδές της αρχιτεκτονικής, τουλάχιστον στην αυθεντική τους φιλοσοφία και παιδαγωγική πρόθεση, θεμελιώνονται σε μια σύνθετη, ολιστική θεώρηση του ανθρώπου ως οργανικού μέρους ενός ευρύτερου οικοσυστήματος. Ο αρχιτέκτονας δεν εκπαιδεύεται απλώς ως τεχνικός οικοδομών, αλλά ως πολιτισμικός διαμεσολαβητής, στοχαστής του χώρου και φορέας μιας ηθικής ευθύνης απέναντι στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.

Η αρχιτεκτονική παιδεία περιλαμβάνει έννοιες όπως:

η αειφορία, ως αρχή ισορροπίας μεταξύ οικολογικής ευαισθησίας και ανθρώπινης ανάγκης,

η βιοκλιματική προσέγγιση, ως πρακτική ενσωμάτωσης των φυσικών δυνάμεων στον σχεδιασμό,

η τοπιογραφία, ως ανάγνωση και σεβασμός της φυσικής γεωμορφολογίας,

-και η ανθρωπολογική παρατήρηση, ως προϋπόθεση για τον χωρικό σχεδιασμό με κοινωνική και περιβαλλοντική συνείδηση.

Αντιθέτως, η πολιτική εξουσία ή τουλάχιστον το κυρίαρχο αναπτυξιακό της μοντέλο, λειτουργεί συχνά με όρους εργαλειακού ορθολογισμού (instrumental rationality), όπου το περιβάλλον δεν θεωρείται συλλογικός οργανισμός προς σεβασμό, αλλά πόρος προς εκμετάλλευση. Στο όνομα της «ανάπτυξης», η φύση αποδομείται σε μερίδια γης, μετατρέπεται σε «οικόπεδο», και υπόκειται σε κανονιστικές αποσιωπήσεις που αποκρύπτουν την περιβαλλοντική και κοινωνική απορρύθμιση που προκαλείται.

Το θεσμικό παράδοξο εντοπίζεται ακριβώς εδώ:

Ενώ ο αρχιτέκτονας καλείται δεοντολογικά, επιστημονικά και ηθικά,να προστατεύει, να ενσωματώνει και να αναδεικνύει το φυσικό τοπίο και τη βιοποικιλότητα, η πολιτική ηγεσία (κρατική και τοπική) συχνά του υπαγορεύει λύσεις που αντιβαίνουν στο γνωστικό και αξιακό του υπόβαθρο. Έτσι, ο επαγγελματίας μετατρέπεται είτε σε εκτελεστή πολιτικών εντολών είτε σε ηθικό αντιστάτη εντός ενός μηχανισμού που δεν τον ενθαρρύνει — αλλά τον πολεμά.

Φιλοσοφικά, αυτή η σύγκρουση είναι η έκφραση ενός ανθρωποκεντρικού υβρισμού: μιας κοσμοαντίληψης που τοποθετεί τον άνθρωπο και ειδικά τον άνθρωπο της εξουσίας, έξω και πάνω από τη φύση. Ενώ η οικολογική σκέψη προτείνει μια συμμετοχική οντολογία, όπου ο άνθρωπος ανήκει στην ίδια βιολογική και πνευματική ενότητα με τα φυτά, τα ζώα και τα τοπία, η κυρίαρχη πολιτική πρακτική μετατρέπει τη φύση σε αόρατο υποκείμενο , ένα εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί για να επιτευχθεί το κέρδος.

Ο αρχιτέκτονας, όταν δεν λειτουργεί ως έμμισθος εργολάβος του συστήματος, καλείται να σταθεί ως συνείδηση του τόπου. Όχι μόνο να σχεδιάζει με υλικά και τεχνικές που σέβονται το περιβάλλον, αλλά και να λειτουργεί ως πολιτικός πράκτορας της οικολογικής αλήθειας· να επαναφέρει την αρχιτεκτονική στον ρόλο του κηδεμόνα της ζωής, και όχι του προπαγανδιστή της «ανάπτυξης».

Για να επιτευχθεί αυτή η μεταστροφή, απαιτείται:

Ριζική επανεκπαίδευση της κοινωνίας ως προς την αξία του τοπίου, της σκιάς, του δέντρου, του ανέμου.

-Αναθεώρηση της πολεοδομικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας όχι ως τεχνικό εμπόδιο, αλλά ως συνθήκη ηθικής ισορροπίας.

Και, κυρίως, το θάρρος του αρχιτέκτονα να υψώσει φωνή εκεί όπου όλοι ζητούν απλώς μια υπογραφή.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο τέχνη ή επιστήμη. Είναι πράξη πολιτικής οικολογίας και ηθικής ανυπακοής απέναντι σε ένα σύστημα που συστηματικά θυσιάζει τη γη για την πρόσκαιρη ιδιοτέλεια.

  • Αρχιτέκτονας