Τα τελευταία έτη, η -εκθετική πλέον- πρόοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) και, ιδίως, η διείσδυση των εφαρμογών της στις πλείστες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, έχει προκαλέσει έναν διαρκώς εντεινόμενο δημόσιο διάλογο γύρω από τις δυνατότητες, τα όρια, τις συνέπειες και το δικαιοηθικό πλαίσιο αυτής της τεχνολογικής τομής. Ενδεικτικό του πρωτοφανούς αυτού ενδιαφέροντος είναι το γεγονός ότι, από το 2010 έως το 2023, σε δώδεκα αγγλόφωνες εφημερίδες παγκοσμίου εμβέλειας, καταγράφηκαν περίπου 38.787 άρθρα με αναφορές στην ΤΝ. Από αυτά, πλέον των 10.000 αφορούν τα δύο τελευταία έτη. Η εκρηκτική αυτή αύξηση μαρτυρεί όχι απλώς τη διάχυση των τεχνολογικών καινοτομιών στην καθημερινότητα, αλλά και την αυξανόμενη -όχι μη ευεξήγητη- «λαϊκότητα» της σχετικής προβληματικής.
Καθώς η χρήση των ΤΝ εργαλείων πολλαπλασιάζεται, οι σχετικές ανησυχίες και οι θεωρητικές τοποθετήσεις κατακλύζουν πλέον όχι μόνο τους τεχνολόγους ή τους νομικούς, αλλά και το ευρύτερο κοινό, το οποίο, ακόμη και αν δεν διαθέτει την κατάλληλη επιστημονική σκευή, καθίσταται δέκτης και, ενίοτε, θύμα των συνεπειών της νέας αυτής εποχής. Οι αναλύσεις που φιλοξενούνται στη δημόσια σφαίρα καταλήγουν συχνά σε διλημματικές ρητορικές διατυπώσεις οι οποίες, με αποφθεγματική συντομία, τοποθετούν το πρόβλημα ως δίλημμα ανάμεσα στην «κοινωνία των ανθρώπων» ή των «μηχανών», μεταξύ τεχνοφοβίας και του τεχνολογικού μεσσιανισμού. Πρόκειται για ένα σχήμα που, αν και αντλεί τη νομιμοποίησή του από τη γνωστή διαλεκτική πάλη μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, αποδεικνύεται, εν τούτοις, υπεραπλουστευτικό.
Η υιοθέτηση τέτοιων διλημμάτων, ιδίως στην απόλυτη μορφή τους, συντελεί ενίοτε -ανεπίγνωστα- στην παγίωση μιας παραδοχής περί δομικής αντίθεσης μεταξύ των τεχνολογικών και των ανθρωποκεντρικών προταγμάτων. Η υπόρρητη αυτή παραδοχή κατατείνει στη θεώρηση της τεχνολογικής προόδου ως υποστασιακά επικίνδυνης: ως προόδου που επιβάλλει στον άνθρωπο επώδυνους συμβιβασμούς και ίσως την απώλεια του ηθικού του πυρήνα, προκαλώντας αμυντικά αντανακλαστικά. Έτσι, το επίκεντρο της συζήτησης μετατοπίζεται από την ανάγκη ενσωμάτωσης και αξιοποίησης των ψηφιακών εργαλείων στην προβολή μιας ενστικτώδους και γενικευμένης καχυποψίας, η οποία εν τέλει ματαιώνει την ουσιαστική κριτική επεξεργασία.
Επιπλέον, ο παβλοφικός μηρυκασμός του γνωστού αυτού διπόλου ενδέχεται να οδηγήσει σε μία ρητορική αδρανοποίησης: η επανάληψη των ίδιων γενικών αληθειών κινδυνεύει να αποσυνδεθεί από την πραγματική πρόοδο της τεχνολογίας, η οποία κινείται με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από εκείνους των θεωρητικών αναλύσεων. Ενδεικτικά, ένα προηγμένο μοντέλο Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως η πιο πρόσφατη έκδοση του ChatGPT, καθίσταται μέσα σε μόλις δύο έτη σχεδόν παρωχημένο, καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης της ΤΝ είναι έως και δεκαπλάσιος από εκείνον της σύγχρονης Ιατρικής. Πόσες από τις επικρατούσες αφηγήσεις αναφέρονται πράγματι στο γεγονός ότι η αγορά του αλγοριθμικού trading αποτιμάται ήδη σε 2,36 δισ. δολάρια για το 2024, με προβλέψεις για υπερδιπλασιασμό μέχρι το 2032, ενισχύοντας την πιθανότητα για τη συγκρότηση μίας μετανεωτερικής ψηφιακής φεουδαρχίας;
Η αλήθεια είναι ότι ο ψηφιακός άνθρωπος, ο homo digitalis, δεν είναι φαντασιακό προϊόν ή καινοφανές φαινόμενο. Η γέννησή του δεν επήλθε αιφνιδίως με την Τεχνητή Νοημοσύνη. Πρόκειται για οντολογική μετάβαση που εκκολάπτεται εδώ και δεκαετίες. Ο άνθρωπος ήδη ζει, εργάζεται, επικοινωνεί, κοινωνικοποιείται, μαθαίνει, ερωτεύεται και ερωτοτροπεί, συναλλάσσεται και επιδιώκει την αυτοπραγμάτωσή του σε αμιγώς ψηφιακά P. Το τελευταίο δεν αποτελεί πια εναλλακτική έναντι της φυσικής πραγματικότητας, αλλά αυτόνομο και ισόκυρο σύμπαν.
Το διακύβευμα, συνεπώς, δεν έγκειται στο εάν θέλουμε μια κοινωνία ανθρώπων ή μηχανών, αλλά στον τύπο του ανθρώπου που επιθυμούμε να συγκροτήσουμε στη νέα αυτή πραγματικότητα, το ερώτημα, αν ο μετα-άνθρωπος θα είναι Προμηθέας ή Φάουστ; Ο πρώτος, μυθικός ευεργέτης του ανθρώπου, προσφέρει τη φωτιά της γνώσης ως δωρεά, φέροντας το βάρος της ύβρεως. Ο δεύτερος, ο Φάουστ του Γκαίτε, θυσιάζει την ψυχή του στον Μεφιστοφελή για απεριόριστη γνώση και δύναμη, πληρώνοντας τελικά το τίμημα με την απώλεια του εαυτού του. Η σύγκριση αυτή δεν είναι ρητορική. Είναι βαθύτατα υπαρξιακή. Η σύγχρονη ψηφιακή πρόκληση συνιστά, στην πραγματικότητα, μία μετανεωτερική άσκηση συλλογικής αυτογνωσίας. Παιδεία, θεσμοί και φορείς καλούνται να συγκλίνουν προς ένα μοντέλο όπου ο homo digitalis δεν θα είναι μόνον τεχνικά ικανός, αλλά και αξιακά θωρακισμένο. Όχι απλώς λειτουργικός, αλλά και ουσιαστικά ευτυχής. Διότι το ζητούμενο δεν είναι να κατακτήσουμε τη γνώση αλλά να την αξίζουμε και αξιοποιούμε.
*Γράφει ο Δημήτριος Δεβετζής, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Frederick, Εμπειρογνώμων Ιδιωτικού Δικαίου – Δικαίου και Τεχνολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μέλος ΕΒΑ Κύπρου