Το πρόσφατο περιστατικό με το σεξιστικό σχόλιο ενάντια της Υπουργού Παιδείας κας Μιχαηλίδου από τον Πρόεδρο της ΟΕΛΜΕΚ κον Ταλιαδώρο, αποτελεί ντροπιαστική υπενθύμιση ότι ορισμένοι εξακολουθούν να λειτουργούν με νοοτροπίες περασμένων δεκαετιών. ‘Έφερε ξανά στην επιφάνεια το θέμα του σεξισμού και την αναπαραγωγή του σε «κανονικότητα» ή «παρεξήγηση». Ταράχτηκε το «βασίλειο» του κύριου Ταλιαδώρου από την γνώση, την εμπειρία και την τολμηρή προσπάθεια της κυρίας Μιχαηλίδου να αλλάξει τα κακώς έχοντα στην παιδεία. Στην έλλειψη επιχειρημάτων ο κος Ταλιαδώρος πρόταξε το συνηθισμένο όπλο: τον σεξισμό.
Ο σεξισμός δεν είναι «παρεξήγηση», ούτε «άποψη», ούτε «ατυχής αναφορά», ούτε «αστείο που δεν κατάλαβες». Είναι μια κανονικοποιημένη μορφή βίας που λειτουργεί υπόγεια σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Ο σεξισμός δεν είναι αόρατος.
Σε μια δημοκρατία που αυτοχαρακτηρίζεται σύγχρονη και ισότιμη, ο σεξισμός δεν θα έπρεπε να έχει χώρο. Και όμως, όχι μόνο επιβιώνει — συχνά επιβραβεύεται από μηχανισμούς εξουσίας που λειτουργούν χωρίς λογοδοσία. Ο σεξισμός είναι θεσμική αποτυχία. Το να το αναγνωρίσουμε αυτό δεν είναι ιδεολογική θέση. Είναι υποχρέωση, γιατί όταν η κοινωνία “συνηθίζει” τη διάκριση, η διάκριση γίνεται νόμος.
Πόσες φορές πρέπει να στοχευθούν γυναίκες σε θέσεις εξουσίας για να σταματήσει αυτό το φαινόμενο; Πόσες φορές πρέπει να ακουστούν ιστορίες παρενόχλησης για να θεωρηθούν αληθινές; Πόσες γυναίκες πρέπει να χάσουν ευκαιρίες για να αναγνωριστεί ότι το χάσμα δεν είναι «τυχαίο» αλλά σχεδιασμένο; Πόσες φορές πρέπει να αποδειχθεί ότι οι θεσμοί αποτυγχάνουν να προστατέψουν;
Ο σεξισμός δεν επιβιώνει επειδή «δεν τον είδαμε». Επιβιώνει επειδή, για χρόνια, δεν υπήρχε η πολιτική βούληση να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Όταν οι καταγγελίες χρονοτριβούν για μήνες ή χρόνια, δεν μιλάμε για γραφειοκρατικό πρόβλημα. Μιλάμε για συστημική αδράνεια.
Όταν πολιτικοί, οργανισμοί και επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τη σεξιστική συμπεριφορά ως «ατομικό ολίσθημα», στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: ο σεξισμός έχει συνέπειες μόνο για τα θύματα, όχι για τους δράστες. Και αυτό είναι δημοκρατικό έλλειμμα και όταν οι θεσμοί υπολειτουργούν σημαίνει ότι η κοινωνία αποτυγχάνει.
Η αλήθεια είναι απλή: Ο σεξισμός βολεύει όσους ωφελούνται από τις ανισότητες. Και γι’ αυτό συνεχίζεται. Δεν είναι προσωπικό πρόβλημα. Είναι κοινωνικοπολιτικό. Και είναι μια μορφή εξουσίας που επιβιώνει επειδή κάποιοι την ανέχονται, τη δικαιολογούν ή την συντηρούν μέσα από τη σιωπή. Ένα φαινόμενο που κανονικοποιήθηκε επικίνδυνα.
Ο σεξισμός έχει καταφέρει κάτι που λίγες μορφές διάκρισης έχουν πετύχει: να παρουσιάζεται ως «φυσικό φαινόμενο».
Η αντιμετώπιση του σεξισμού απαιτεί πολιτικό θάρρος, όχι απλές δηλώσεις. Οι κοινωνίες δεν αλλάζουν με ευχές, αλλά με συγκρούσεις. Θεωρώ ότι είναι ώρα για σύγκρουση με το πρόβλημα. Η αντιμετώπιση του σεξισμού απαιτεί σύγκρουση με πρακτικές, με νοοτροπίες και —κυρίως— με συστήματα εξουσίας. Εάν δεν αγγίξουμε τη ρίζα, δεν αλλάζει τίποτα.
Πρέπει να παρθούν άμεσα δράσεις χωρίς ωραιοποιήσεις:
Α) Νομοθεσία με δόντια — όχι διακοσμητική.
Β) Μηδενική ανοχή σε δημόσιους φορείς για σεξιστικές πράξεις και παραλείψεις.
Γ) Εκπαίδευση όλων των λειτουργών (αστυνομία, δικαιοσύνη, υγεία) σε θέματα έμφυλης διάκρισης.
Δ) Εργασιακό περιβάλλον που δεν “σκουπίζει κάτω από το χαλί”. Υποχρεωτικοί μηχανισμοί ανώνυμης καταγγελίας.
Ε) Εκπαίδευση που δεν παραδίδει τα παιδιά στα στερεότυπα. Ριζική αναθεώρηση σχολικών προγραμμάτων ώστε να μην αναπαράγουν έμφυλες προκαταλήψεις. Εκπαίδευση εκπαιδευτικών για διαχείριση σεξιστικών συμπεριφορών.
Ζ) ΜΜΕ που σταματούν να καλλιεργούν τοξικά πρότυπα. Ρύθμιση σεξιστικής απεικόνισης διαφήμισης και ψυχαγωγίας. Κυρώσεις σε δημόσιες πλατφόρμες που αναπαράγουν έμφυλη υποτίμηση.
Δεν υπάρχει ουδετερότητα απέναντι στον σεξισμό. Όποιος μένει σιωπηλός, στηρίζει το status quo και ενισχύει την αδικία. Όποιος μιλά μόνο όταν «βολεύει», ενισχύει την ατιμωρησία.
Δεν αρκεί να μιλάμε για ισότητα. Πρέπει να την οικοδομούμε στην πράξη — μέσα από νόμους, θεσμούς και πολιτισμό που δεν ανέχονται τον σεξισμό, ούτε στη λεπτότερη μορφή του. Αν θέλουμε μια δημοκρατία που λειτουργεί για όλους, τότε πρέπει να αποδομήσουμε όλα όσα επιτρέπουν την άνιση μεταχείριση να συνεχίζεται ως «φυσιολογική». Η κοινωνία κρίνεται από αυτό που επιτρέπει, όχι από αυτό που καταγγέλλει.
Πόσο χρόνια ακόμα θα τα λέμε αυτά;
Ελένη Χρυσοστόμου
Μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου και Γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Δημοκρατικής Παράταξης – Συνεργασία