Από αρχαιοτάτων χρόνων όντας νησί η θάλασσα της Κύπρου αποτελεί αναπόσπατο κομμάτι του χαρακτήρα και της ταυτότητας της. Η επαγγελματική ενασχόληση με τη θάλασσα βαθμιδών δημιούργησε ένα ζωτικό και σχετικά αποδοτικό κλάδο ο οποίος πρόσφερε σημαντικά στην αλυσίδα της οικονομίας αλλά και στη διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η θάλασσα σε ένα νησί πέρα από χάρμα οφθαλμών αλλωστε πρέπει να αξιοποιείται για την βιωσιμότητα και ευημερία των ανθρώπων της. Ιδιαίτερο ρόλο σε ένα νησί κατέχουν οι αλιείς που παλεύουν καθημερινά όχι μόνο για το βίος του αλλά και για να κρατήσουν ψηλά τη σημαία, ως ζωντανοί πρεσβευτές της γνήσιας και παραδοσιακής κουλτούρας του τόπου.

Δυστυχώς όμως σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην. Οι αλιείς του μεροκάματου που κυριολεκτικά και μεταφορικά έχουν να υπερπηδήσουν χίλια μυριάδες κύμματα βλέπουν το εισόδημα τους να μειώνεται δραματικά ολοένα και πιο πολύ και να οδηγούνται στα όρια της φτωχοποίησης της, εξαθλίωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ο κλάδος της αλιείας καταδικασμένος στο περιθώριο και παραγκωνισμένος από το κράτος, αγγίζει πάτο σε μια άνισα δομημένη κοινωνία. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Αρχικά να ειπωθεί ότι από τη φύση του το επάγγελμα είναι αβέβαιο και ασταθές και δή χειρότερα όταν οι ψαράδες έχουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις που δεν εξαρτώνται απαραίτητα από τους ίδιους αλλά έχουν να κάνουν μεταξύ άλλων με εξωγενείς αιτίες. 

Για να γίνει πιο κατανοητός ο βαθμός της μη βιωσιμότητας του επαγγέλματος ας εξεταστεί μια μελέτη περίπτωσης με ποίκιλες ιδιαιτερότητες. Η κοινότητα Ζυγίου, που έχει αρχίσει να βουλιάζει. Μια κοινότητα εξορισμού αλιευτική, συνώνυμη θα λέγαμε με τη λέξη «ψάρι» και άμεσα συνυφασμένη με τον αλιευτικό τουρισμό. Να τονιστεί ότι εκτός από τις παγκόσμιες περιβαλλοντικές προκλήσεις με επίπτωση στα ιχθυοαποθέματα και δη στη Μεσόγειο, αυτή η μικρή πληθυσμιακά κοινότητα στην οποία βάζουν πλώρη βετεράνοι της αλιείας δέχεται από παντού απανωτά χτυπήματα. Ένα από τα μεγαλύτερα δεινά από τα οποία πλήττονται οι αλιείς μικρής κλίμακας που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, είναι η βαριά βιομηχανία η οποία συγκεντρώθηκε ετεροβαρώς στο αλιέυτικο τους πεδίο ενώ οι ίδιοι βρέθηκαν προ τετελεσμένων γεγονότων. Ένας τεράστιος αλιευτικός χώρος που καλύπτει την παράκτια περιοχή Ζυγίου-Βασιλικού παρακρατείται από πετρελαϊκές εγκαταστάσεις έπειτα από τη δημιουργία τερματικού σταθμού σε υπέργειες και χερσαίες βάσεις. Αυτό μεταφράζεται στο ότι πολύτιμος χώρος ζωτικής σημασίας για τους αλιείς, καθώς και ο πλούτος των ιχθυοαποθεμάτων εξαφανίζονται.

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, έχει ήδη εξαγγελθεί ένα πολύ αμφιλεγόμενο και προκλητικό απαγορευτικό διάταγμα που αναγκάζει τα αλιευτικά σκάφη να μην πλησιάζουν εντός αυτής της ακτογραμμής αλλά να την παρακάμπτουν. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ψαράδες έχουν ένα αισθητά συρρικνωμένο χώρο να αλιεύουν που αυτό με τη σειρά του μεταφράζεται σε συσσώρευση στον εναπομείναντα χώρο. Άρα ίδιοι ψαράδες ψαρεύουν πάντα στις ίδιες περιοχές κάτι που συνιστά υπεραλίευση. Ως αποτέλεσμα, η θάλασσα τους επιφέρει ένα πραγματικά πενιχρό εισόδημα σε σημείο που οι ψαράδες πνιγμένοι από απογοήτευση, αγανάκτηση και απελπισία, αφού βγαίνουν στην στεριά με καλάθια άδεια, προτιμούν τα καράβια τους να παραμένουν ασαλπάριστα στο λιμάνι. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς παράτησαν να το ασκούν επαγγελματικά και για να τα βγάλουν πέρα ασκούν δεύτερη εργασία. Οι υφιστάμενες αντίξοες συνθήκες και η χαμηλή ποιότητα ζωής καθιστούν την αλιεία part time επάγγελμα για να μην πούμε χόμπι. 

Είναι τουλάχιστον ταπεινωτικό έως και απάνθρωπο να οδηγείται σε αφανισμό μια ολόκληρη κοινότητα λόγω των γιγαντιαίων οικονομικών συμφερόντων απο εταιρείες κολοσσούς. Η πραγματικότητα όμως αυτή έχει δυστυχώς πολύ μεγαλύτερες προεκτάσεις. Πόσο ενδιαφέρονται οι ιθύνοντες  για την ασφάλεια και την υγεία των κατοίκων και μήπως έχει υπολογιστεί το ανθρώπινο κόστος ή η καταστροφή στο οικοσύστημα; Η θάλασσα και η πρόσβαση σε αυτήν είναι κοινό αγαθό που όλοι δικαιούνται να απολαμβάνουν και ΔΕΝ ανήκει στους λίγους και ισχυρούς. Το χρήμα όμως εξαγοράζει συνειδήσεις, τα μάτια, τα αυτιά και τα στόματα ερμητικά κλειστά. Σαν εκείνες τις φιγούρες του «δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλώ». Πολιτικοί δίνουν υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις και τροποποιήσεις νομοθεσιών, που την επομένη κιόλας μέρα θα έχουν ξεχάσει. Αναρμόδιοι αρμόδιοι που δεν ανταποκρίνονται στα σήματα κινδύνου που εκπέμπουν οργανώσεις, που κάθε προσπάθεια τους για αρωγή συναντά τείχος. Κάθε αντισταθμιστικό μέτρο που προτείνεται μένει στο «διαβάστηκε» και πέφτει στο κενό.

Επομένως το θέμα δεν είναι μόνο κοινωνικό, περιβαλλοντικό και ανθρώπινο άλλα έχει πρωτίστως πολιτική διάσταση καθώς οι αποφάσεις παίρνονται από ψηλά, αποφάσεις που λαμβάνονται για τους ψαράδες χωρίς τους ψαράδες. Η φωνή των απλών ανθρώπων αποσιωπείται, γίνονται κομπάρσοι ενώ θα έπρεπε να ήταν πρωταγωνιστές και συμμέτοχοι στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, βλέποντας το ίδιο μοτίβο πολιτικής εδώ και χρόνια. Πού οφείλεται αυτό; Στην έλλειψη πρωτοβουλίας στην έλλειψη συνεργασίας, στην κωλισιεργία, στα κενά και στις παραλείψεις, στους παράλογους και άδικους νόμους, στην αδιαφορία και την απάθεια από τους εξουσιάζοντες. Με λίγα λόγια, συνεχίζουν να αγνοούν επανελειμμένα τα αιτήματα και τις ανησυχίες των ευάλωτων αυτών ομάδων ενώ αμέριμνοι τις Κυριακές πηγαίνουν για ψάρι στο Ζύγι!. 

Εν κατακλείδι, ο φόβος ότι διανύουμε την τελευταία γενιά ψαράδων είναι πέρα για πέρα βάσιμος. Θα κομπαζόμαστε για την αλιεία μας χωρίς αλιείς, θα είμαστε νησί χωρίς βιώσιμη θάλασσα, θα έχουμε πανέμορφα πελάγη και ακτές νεκρά από ψάρια. Η κατάσταση όμως έστω και τώρα μπορεί να ανατραπεί ή εν μέρει να μετριαστεί. Πώς θα σώσουμε ό,τι περισώζεται; Μόνο αν υπάρχουν αδιάκοπα μαχητικοί, υπεύθυνοι, ενσυνείδητοι και πάνω από όλα ανθρώπινοι πολιτικοί που να ταράξουν τα στάσιμα νερά της απραξίας σε αυτό τον τόπο και να συμπαραταχθούν υπέρ των δικαιωμάτων της αξιοπρεπούς διαβίωσης που όλοι αξίζουν, πριν οι αλιείς καταλήξουν να είναι παρά μονάχα ένα «μουσειακό έκθεμα».