Ζούμε σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι τείνουν να καθρεφτίζονται διαρκώς στις οθόνες, στα βιογραφικά, στις επιτυχίες τους. Το κοινωνικό μας αφήγημα φαίνεται ολοένα να δομείται γύρω από δύο κεντρικές «αξίες»: την εικόνα και την επίδοση. Το ποιος πραγματικά είσαι μοιάζει συχνά λιγότερο σημαντικό από το πώς παρουσιάζεσαι· και το πόσο μακριά έφτασες, από το πώς το διατυμπανίζεις. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν σαν τεράστιοι, φωτεινοί καθρέφτες που απαιτούν διαρκή αυτοπροβολή, ενώ ο σύγχρονος τρόπος ζωής υπαγορεύει μια αέναη πορεία προς την επιτυχία, ενίοτε χωρίς να ρωτήσουμε τον εαυτό μας αν αυτή η πορεία μάς εκφράζει πραγματικά.

Σε αυτή τη στροφή προς το εντυπωσιακό και το μετρήσιμο, σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η σταδιακή υποβάθμιση των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Η φιλοσοφία, η ιστορία, η λογοτεχνία, οι κοινωνικές επιστήμες, όλα όσα κάποτε καλλιεργούσαν την ενσυναίσθηση, την κριτική σκέψη, τη φωνή που αναζητά νόημα και όχι επιβράβευση, θεωρήθηκαν λιγότερο «χρήσιμα». Έτσι, μαζί με τα μαθήματα που εγκαταλείψαμε, εγκαταλείψαμε σιγά σιγά και τη συνήθεια να κοιτάμε μέσα μας, να κατανοούμε τον άλλον, να αναζητούμε την ουσία αντί για το αποτέλεσμα. Και χωρίς αυτά τα εφόδια, ο ναρκισσισμός βρίσκει ακόμη πιο εύφορο έδαφος για να ριζώσει.

Ο ναρκισσισμός που αναδύεται μέσα από αυτή τη συνθήκη δεν είναι απλώς μια υπερβολική αγάπη για το «εγώ». Είναι μια δίψα για αναγνώριση που δεν ξεδιψά ποτέ. Μια ακούραστη ανάγκη να ακουστείς πιο δυνατά, να φανείς πιο άξιος, πιο λαμπερός, πιο πλούσιος, πιο «κάποιος», μα και πιο δήθεν, πιο ψεύτικος. Μια ανησυχία που μεταμφιέζεται σε αυτοπεποίθηση και μια ανασφάλεια που κρύβεται πίσω από πρότυπα ζωής, φτιαχτές εικόνες, εντυπωσιακά επιτεύγματα και τέλειες φωτογραφίες.

Κι όμως, όλοι γνωρίζουμε πως η λάμψη των εικόνων δεν αποκαλύπτει την αλήθεια· την κρύβει. Η οθόνη φωτίζει μόνο ό,τι επιλέγουμε να δείξουμε, αφήνοντας στην σκιά την ανθρώπινη αδυναμία, τη σιωπηλή προσπάθεια, τις αμφιβολίες, τις ήσυχες νίκες που δεν γίνονται ποτέ ανάρτηση. Και όσο περισσότερο ζούμε μέσα στους καθρέφτες, τόσο λιγότερο βλέπουμε τους άλλους κι ακόμη λιγότερο τον ίδιο μας τον εαυτό.

Μέσα σε αυτόν τον κόσμο της υπερπροβολής, σκεφτόμουν ότι θα συνεχίσω να θαυμάζω πρόσωπα που αποτελούν για μένα σταθερό σημείο αναφοράς, όπως τους παππούδες μου, ανθρώπους που μπορεί να τελείωσαν μόνο το δημοτικό, αλλά κουβαλούσαν μέσα τους μια σοφία που δεν χωρούσε σε βιβλία. Οι κουβέντες τους είχαν βάρος, όχι γιατί ήταν καλοδιατυπωμένες, αλλά γιατί ήταν αληθινές. Η καλοσύνη τους γινόταν καθημερινή πράξη ζωής, ενώ η μόρφωσή τους ήταν κοινωνική, βαθιά, ανεπιτήδευτη. Άνθρωποι που γνώριζαν πως η αξία δεν διακηρύσσεται, απλώς φαίνεται.

Θα συνεχίσω να θαυμάζω φίλες μου που, παρά τα διδακτορικά, τις επιστημονικές διακρίσεις και τις επαγγελματικές επιτυχίες, παρέμειναν ταπεινές κι ανθρώπινες. Δεν έχασαν την απλότητα, ούτε την ευγένεια, ούτε την ικανότητα να στηρίζουν και να ακούν, ένα χάρισμα πολύ πιο σπάνιο από οποιοδήποτε πτυχίο. Η ταπεινότητά τους είναι δύναμη και καταδεικνύει πως όσο κι αν ανέβηκαν, δεν ξέχασαν ποτέ πού πατούν.

Θα εξακολουθώ να θεωρώ πρότυπα τους ανθρώπους που ασκούν λειτούργημα, όσους γνωρίζουν ότι η δουλειά τους δεν είναι τρόπαιο, αλλά ευθύνη. Toυς γιατρούς που κάθε μέρα κρατούν μια ζωή στα χέρια τους, τους δασκάλους που ανάβουν φωτιές γνώσης σε παιδικές ψυχές, τους δημοσιογράφους που μάχονται για την αλήθεια με κάθε κόστος, τους επιστήμονες που νιώθουν το χρέος προς την κοινωνία. Οι άνθρωποι αυτοί δεν χρειάζεται να φωνάξουν για να ακουστούν, αφού οι πράξεις τους μιλούν δυνατότερα, ακόμη κι αν στην εποχή μας δεν αναγνωρίζεται η αξία τους, όπως θα έπρεπε.

Σε μια κοινωνία που διεκδικεί την προσοχή, θα εξακολουθώ να αναζητώ τη σιωπή της αυθεντικότητας, θα συνεχίσω να θαυμάζω την καλοσύνη, την ενσυναίσθηση, τη σεμνότητα. Γιατί η αληθινή αξία δεν καθρεφτίζεται, φέγγει από μέσα.