Στην Κύπρο κάποτε οι δημοσκόποι είχαν εύκολο έργο, καθώς αποτύπωναν τα χαρακτηριστικά και τις τάσεις μιας κοινής γνώμης κατασταλαγμένης και απολύτως προβλέψιμης. Μέχρι και εμείς, στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια, βάζαμε στοιχήματα μεταξύ μας και προβλέπαμε εμπειρικά το αποτέλεσμα των εκλογών με επιτυχία. Σήμερα καλούνται να χαρτογραφήσουν ένα εκλογικό περιβάλλον με χαρακτηριστικά κινούμενης άμμου, αδιάφορων πολιτών, απαξίωσης θεσμών και τοξικής περιρρέουσας, με συνέπεια οι πολίτες να αρνούνται να συμμετέχουν ή να αποκρύβουν επιμελώς την προτίμησή τους. Γι’ αυτό πρέπει, αφ’ ενός να αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη τα ευρήματα και αφ’ ετέρου να μη συγκρίνουμε στοιχεία διαφορετικών δημοσκοπήσεων, διότι οδηγούμαστε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Και να αναμένουμε ανατροπές και εκπλήξεις.

Με επίγνωση των διαπιστώσεων αυτών, επιχειρώ, αυθαιρέτως, τη δική μου δημοσκόπηση, ως πολίτης-ψηφοφόρος και ως συστηματικός, δημοσιογραφικώ τω τρόπω, παρατηρητής, της προεκλογικής περιρρέουσας, με επικέντρωση στους δύο βασικούς πόλους, τον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ.

Πληρώνουν τίμημα με δική τους ευθύνη

Είναι φανερό ότι τα δύο μεγάλα κόμματα, που άλλοτε είχαν στο τσεπάκι και μοιράζονταν εκ του ασφαλούς ένα ποσοστό κοντά στο 63-68%, αντιμετωπίζουν σήμερα μεγάλο πρόβλημα. Παρόλο δε που οι εκπρόσωποί τους τη νύκτα των εκλογικών αποτελεσμάτων επαναλάμβαναν το γνωστό, «λάβαμε τα μηνύματα των ψηφοφόρων», στην πράξη έκαμαν ακριβώς το αντίθετο: Συνέχισαν στην ίδια αδιέξοδη πορεία, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα θα ήσαν διαφορετικά.

Γιατί, όμως, η κοινωνία παρουσιάζει εικόνα έλλειψης εμπιστοσύνης και απαξίωσης, που οδηγεί στην αδιαφορία και την αποχή; Η απάντηση είναι, επειδή υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που, για τον γράφοντα, κωδικοποιούνται σε τέσσερα Άλφα: Ανικανότητα, Ατολμία, Ασυνέπεια, Αποτυχία. Και ένα Ύψιλον: Υποκρισία. Εξηγούμαι.

Ο ΔΗΣΥ κυβέρνησε τον τόπο για μια δεκαετία. Πέτυχε αρκετά, απέτυχε σε πολύ περισσότερα και έχει μεγάλη ευθύνη για την απαξίωση των θεσμών. Στελέχη σε θέσεις κλειδιά επέδειξαν ανικανότητα να επιλύσουν χρονίζοντα προβλήματα. Βάδισαν στην πεπατημένη, συντηρώντας τις γνωστές παθογένειες της κυπριακής κοινωνίας. Δεν τόλμησαν να συγκρουστούν με κατεστημένα, για να επιφέρουν τομές και αλλαγές. Και, ω του θαύματος, μόλις εγκατέλειψαν τις καρέκλες της εξουσίας και ως ερασιτέχνες ανέλαβαν τον άγνωστο γι’ αυτούς ρόλο της αντιπολίτευσης, σε μια κυβέρνηση που ακολουθεί, λένε, τη δική τους πολιτική και στελεχώνεται και με δικά τους «παιδιά», εμφανίζονται με άμεσες και σίγουρες λύσεις για όλα. Και κατηγορούν τους κυβερνώντες για όσα και οι ίδιοι έπρατταν, όταν βρισκόντουσαν στη θέση τους. Και τι ακούγαμε στις ανιαρές συζητήσεις/αντιπαραθέσεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο από τους αντιπάλους; «Καλά, βρε σαΐνια, δέκα χρόνια στην εξουσία γιατί δεν εφαρμόσατε αυτά που λέτε τώρα; Ποιος σας εμπόδιζε;».

Το ΑΚΕΛ, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό, νούσιμο και μετρημένο λόγο, που αναγνωριζόταν και κέρδιζε την εκτίμηση της κοινωνίας, επέλεξε τον δρόμο της σύγκρουσης, της διαμαρτυρίας, του μηδενισμού και της απαξίωσης. Περιχαρακώθηκε στο καβούκι του, κουβαλώντας το βαρίδι μιας δικής του αποτυχημένης διακυβέρνησης. Στον δικό του καταγγελτικό λόγο, οι αντίπαλοι, δίκην ποιήματος, μνημόνευαν οικονομική χρεοκοπία, κοινωνικά παντοπωλεία, Μαρί και τα άλλα συναφή.

Οι εκπρόσωποι ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, στις καθημερινές αντιμαχίες τους επαναλάμβαναν φορτικά τα ίδια προκάτ επιχειρήματα, τις ίδιες τυποποιημένες ατάκες, κατά κανόνα σε καθιερωμένα δίδυμα, επιτείνοντας τη βαρεμάρα και την αδιαφορία των πολιτών. Απαξιώνοντας ο ένας τον άλλον, οδήγησαν τον κόσμο στο συμπέρασμα ότι, τελικά, οι δήθεν αντίπαλοι δεν διαφέρουν, είναι ίδιοι: Ανίκανοι, Άτολμοι, Ασυνεπείς, Αποτυχημένοι. Και Υποκριτές. Είναι ενδεικτικό ότι και τα δύο κόμματα, όχι μόνο δεν πιστώνονται την αρνητική εικόνα της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη, που επίσης πλήττεται από την απαξίωση των θεσμών και δικές της αστοχίες, αλλά παρουσιάζουν πολύ πιο αρνητική εικόνα, την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση δείχνει σημάδια μερικής βελτίωσης.

Κρίση ταυτότητας

Πέραν των πιο πάνω, τα δύο κόμματα αντιμετωπίζουν σήμερα, κατά τη γνώμη μου, και κρίση ταυτότητας. Ο ΔΗΣΥ, χωρίς πλέον την καταλυτική παρουσία του Γλαύκου Κληρίδη και με την Αννίτα Δημητρίου στην ηγεσία σαν λύση ανάγκης να προσπαθεί να εξισορροπήσει ανάμεσα σε εσωτερικές αντιπαλότητες και κλίμα εσωστρέφειας, εκπέμπει εδώ και καιρό εικόνα καραβιού χωρίς πυξίδα. Στελέχη της παραδοσιακής Δεξιάς, αγωνιστές τής ηρωικής ΕΟΚΑ αλλά και μέλη της εγκληματικής ΕΟΚΑ Β΄, συντηρητικοί, θρησκευόμενοι, με αυστηρές οικογενειακές αρχές, δύσκολα μπορούν να συνυπάρχουν πλέον με πιο φιλελεύθερες τάσεις, ανοχή ή στήριξη στη Wok Agenta. Χάσμα παρατηρείται και στις θέσεις του κόμματος στο Κυπριακό.

Μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζει το ΑΚΕΛ. Στο πρόσφατο συνέδριό του δεν επιχειρήθηκε καμιά ουσιαστική αλλαγή στη φυσιογνωμία και τον προσανατολισμό του, για να εκσυγχρονιστεί και να κερδίσει μαζικότερη αποδοχή. Ενώ η Κύπρος, ως μέλος της Ε.Ε., έχει εκχωρήσει το κεφάλαιο Οικονομία στο διευθυντήριο των Βρυξελλών, όπερ σημαίνει ταύτιση με ό, τι εκφράζει ο όρος «οικονομία της αγοράς», το ΑΚΕΛ εξακολουθεί, σύμφωνα με το καταστατικό του, να «καθοδηγείται από τη μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία», η οποία «βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός θα ανατραπεί από την εργατική τάξη και θα οδηγήσει σε μια κομμουνιστική κοινωνία». Μπορεί η θεωρία αυτή να έχει λόγο ύπαρξης στα σημερινά δεδομένα; Μπορεί να εμπνεύσει τις νέες γενιές, όπως συνέβη, με άλλα δεδομένα, στον προηγούμενο αιώνα;

Είναι πεποίθηση του γράφοντος ότι η κυπριακή κοινωνία έχει ανάγκη τόσο ένα σύγχρονο, μαζικό κίνημα της Αριστεράς, με σοσιαλιστικές (όχι κομουνιστικές) αρχές, όσο και ένα ανάλογο της φιλελεύθερης Δεξιάς. Ενόσω ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ μένουν εγκλωβισμένα σε λογικές άλλων εποχών, ο χώρος του λεγόμενου Κέντρου παρουσιάζει εικόνα διάλυσης και στην κοινωνία επικρατεί κλίμα αμφισβήτησης, αδιαφορίας και απαξίωσης, στρώνεται ο δρόμος για επικράτηση των άκρων, των λαϊκιστών, των αυτόκλητων σωτήρων και των πολιτικών της πλάκας. Αυτά καταγράφει η δική μου δημοσκόπηση, για όσους θέλουν να τη λάβουν υπόψη.

*Δημοσιογράφος
pcpavlou@gmail.com