Ο συνδικαλισμός στην Κύπρο έχει πάθει τέτοια μετεξέλιξη, ώστε σήμερα να ενεργεί ως αναρχοσυνδικαλισμός, αντίθετα με τα συνδικαλιστικά θέσμια. Δεν ενεργεί σήμερα μέσα στα πλαίσια του να υπερασπίζεται τα εργασιακά δικαιώματα και τη μισθοδοσία των μελών του, αλλά και όλων τον εργαζομένων. ‘Εχει αποκτήσει μια τεράστια δύναμη επιβολής, ώστε όχι μόνο να διαπραγματεύεται όσα ανήκουν στην αρμοδιότητά του, αλλά επιχειρεί και πολλές φορές επιτυγχάνει, να επιβάλει τη θέληση και τους όρους του στους άλλους εταίρους.
Κλασσικά παραδείγματα οι συντεχνίες των κυβερνητικών γιατρών, που επιδιώκουν να έχουν έλεγχο και να εγκρίνουν κάθε απόφαση της εργοδοσίας τους και του κράτους. Η Κυβέρνηση επιδιώκει για χρόνια τώρα να ορίσει το νομοθετικό πλαίσιο για την λειτουργία πανεπιστημιακών νοσοκομείων, αλλά συναντά την εκβιαστική άρνηση των συντεχνιών των γιατρών και για χρόνια τώρα αναδιπλώνεται. Οι συντεχνίες των εκπαιδευτικών απαιτούν να επιβάλουν τις απόψεις και τις θέσεις τους για να δώσουν την έγκρισή τους σε νομοσχέδιο της κυβέρνησης να θεσπίσει νέο νόμο για την αξιολόγησή τους. Και έχουμε φτάσει στον παραλογισμό, ο εργοδοτούμενος να αποφασίζει με ποιο τρόπο θα τον αξιολογεί ο εργοδότης του.
Οι συντεχνίες των μεταφορέων και παραπλήσιων επαγγελμάτων, μπορεί να έχουν δίκαιο κάθε φορά που δημιουργείται κάποιο πρόβλημα. Αλλά προσπαθούν να το λύσουν όχι με διαπραγμάτευση και συναίνεση, αλλά με εκβιασμούς, κλείνοντας του δρόμους, ακινητοποιώντας εμπορευματοκιβώτια με ευαίσθητα προϊόντα και ταλαιπωρώντας το κοινόν που ταξιδεύει ή μεταβαίνει στην εργασία του.
Οι διάφορες συντεχνίες έχουν διαπιστώσει, ότι οι εκβιαστικές τους ενέργειες έχουν πάντα αποτέλεσμα, οπωσδήποτε καλύτερο από αυτό που θα επετύγχαναν ME και τους ημικρατικούς οργανισμούςσε διαπραγμάτευση και προσπάθεια εξεύρεσης συναινετικής λύσης. Για τούτο συνήθως δεν αξιοποιούν επιχειρήματα για να πείσουν για την ορθότητα των απόψεων και των αιτημάτων τους, αλλά ξεκινούν με τον εκβιασμό, που έχει καταντήσει το πειστικότερο επιχείρημα, που αντικαθιστά τη διαπραγμάτευση.
Η δύναμη των συντεχνιών δεν πηγάζει από το δίκαιο των αιτημάτων τους, ούτε από τη στήριξη της κοινωνίας, που συμφωνεί με τα αιτήματα και τα μέτρα που παίρνουν οι συντεχνίες. Κυρίως προέρχεται από τον αριθμό των μελών που τις αποτελούν. Αυτόν το μεγάλο αριθμό των μελών, η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία των βλέπουν ως ψηφοφόρους και στοχεύουν όλοι στην ψήφο αυτών και των μελών των οικογενειών τους. ‘Ετσι ατονεί η έντονη αντιπαράθεσή με τις συντεχνίες. Αντί αντιπαράθεσης επιχειρημάτων και μελέτης των αποτελεσμάτων της αποδοχής ενός αιτήματος, χρησιμοποιούν ήπιους τόπους, που συνήθως επικεντρώνονται στα σημεία που έχουν δίκαιο οι συντεχνίες και ταυτίζονται μαζί τους ή αποδέχονται αιτήματα για να μη χάσουν ψήφους.
Τη δεκαετία του ’60 στις ηγεσίες των συντεχνιών εκλέγονταν άτομα που υπέβαλλαν υποψηφιότητα. Τα μέλη τους έδιναν την ψήφο τους, κρίνοντας τη συνδικαλιστική τους ικανότητα, τη γνώση των αιτημάτων, την υποστήριξη επιχειρημάτων, την ευφράδεια και την ικανότητα να αντικρούουν τα επιχειρήματα του εργοδότη. ‘Ετσι τα Δ.Σ. αποτελούνταν από τέτοια άτομα, που έπαιρναν αποφάσεις με βάση την προσωπική εκτίμηση και άποψη. Τα μέλη των Δ.Σ. εκλέγονταν ως άτομα.
Σήμερα πολλές συντεχνίες αποτελούνται από «κινήσεις» των μελών τους. Οι κινήσεις αυτές, συνήθως, αλλά όχι πάντα, εκφράζουν και ακολουθούν κάποιο κόμμα ή πολιτική παράταξη. Τα μέλη του Δ.Σ. δεν αποτελούνται από ανεξάρτητα άτομα, αλλά από εκπροσώπους των κινήσεων, ανάλογα με την εκλογική τους δύναμη. Σήμερα τα μέλη των Δ.Σ. είναι επαγγελματίες συνδικαλιστές, που παραμένουν στις θέσεις τους για δεκαετίες Τις αποφάσεις τις παίρνουν τα Δ.Σ. των κινήσεων. Και κάθε κίνηση επιδιώκει να είναι περισσότερο αγωνιστική και ανένδοτα υποστηρικτική των αιτημάτων για να κερδίζει ψήφους. Και κανένας γενικός αντιπρόσωπος δεν θα ψηφίσει αντίθετα με την κίνησή στην οποία ανήκει. Για τούτο και οι αποφάσεις λαμβάνονται συνήθως με ομοφωνία και όχι με πλειοψηφία.
Για τούτο π.χ. οι εκπαιδευτικοί εγκρίνουν ομόφωνα την απόφαση του Δ.Σ. για απόρριψη προτάσεων και για μέτρα, χωρίς να υπάρχουν μερικές ψήφοι διαφωνίας ή έστω αποχής. Αυτές οι αποφάσεις ενισχύουν περαιτέρω τη δύναμη της απόρριψης των Δ.Σ.
Κλείνοντας το κείμενο αυτό των απόψεων θεωρώ παράλογο και αδικαιολόγητο η κοινωνία να βλέπει σήμερα τους εκπαιδευτικούς να απαιτούν να καθορίζουν οι ίδιοι ακόμα και τις λεπτομέρειες του σχεδίου για την αξιολόγησή τους, τους γιατρούς να μην επιτρέπουν τη λειτουργία πανεπιστημιακών κλινικών στα δημόσια νοσηλευτήρια και η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία να υποκύπτουν και να μην μπορούν να πάρουν αποφάσεις.
Σε άρθρο του ο πρώην Γεν Γραμμ. Της ΣΕΚ αναφέρεται στον κώδικα βιομηχανικών σχέσεων, που έχουν υπογράψει οι συντεχνίες η ΟΕΒ και το Υπουργείο Εργασίας και εφαρμόζεται στον ιδιωτικό τομέα και τους ημικρατικούς οργανισμούς με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα για τις εργατικές σχέσεις. Εισηγείται ότι παρόμοιος κώδικας εργασιακών σχέσεων πρέπει να υπογραφεί και στη δημόσια υπηρεσία. Θεωρώ πολύ ορθή την εισήγηση. Προσθέτω μάλιστα ότι θα είναι καλύτερα να υπογραφούν κώδικες εργασιακών σχέσεων χωριστά ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και το υπουργείο παιδείας και ανάμεσα στους παρόχους υγείας και το υπουργείο υγείας. Νομίζω ότι με αυτό τον τρόπο θα λυθούν πολλά προβλήματα, που σήμερα ταλαιπωρούν την κοινωνία, αλλά η εκτελεστική εξουσία δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της για τους γνωστούς λόγους.