Το ίδιο το «Soundtrack of Love» μπορεί να κριθεί σε δύο επίπεδα: ως τηλεοπτικό προϊόν αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο λόγω των ευαίσθητων θεμάτων που αγγίζει (στην πρεμιέρα είδαμε μεταξύ άλλων τον τετραπληγικό και με εγκεφαλική παράλυση Νικόλα και τη μητέρα του να αφιερώνουν ένα τραγούδι στον ειδικό συνοδό του μικρού αλλά και τη γνώριμη ιστορία του Τ/κ που πυροβόλησε έναν Ε/κ το ‘74 αλλά σήμερα είναι στενοί φίλοι και αγωνίζονται για την ειρήνη και την επανένωση). Σε ό,τι αφορά το δεύτερο επίπεδο, το περιεχόμενο, υπάρχουν δύο σχολές σκέψης. Η μία απορρίπτει κάθετα την προβολή αυτών των θεμάτων από την τηλεόραση με το αιτιολογικό της συχνής εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου από εκπομπές και παρουσιαστές που δεν έχουν τις γνώσεις και τις ικανότητες να τις χειριστούν. Η δεύτερη σχολή πιστεύει πως η τηλεόραση διαθέτει ακόμα δύναμη (έστω και σημαντικά μειωμένη σε σχέση με παλαιότερα) και μπορεί να περάσει θετικά μηνύματα, ειδικότερα σε δημογραφικά γκρουπ που δεν πολυχρησιμοποιούν άλλα μέσα, αρκεί φυσικά οι ιστορίες και τα πρόσωπα να αντιμετωπίζονται σωστά και με τον πρέποντα σεβασμό.
Το «SoL» ευτυχώς εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία καθώς οι ιστορίες παρουσιάστηκαν με σεβασμό, προσοχή, φροντίδα χωρίς κραυγές και φθηνό συναισθηματισμό. Τα μηνύματα που έστειλαν ήταν όντως θετικά, το format αποθεώνει την εμψύχωση, τον θρίαμβο της θέλησης και αξίες όπως ο ανθρωπισμός, η ισότητα, η φιλία, η συντροφικότητα, οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί, η ειρήνη, η συμφιλίωση αποφεύγοντας τη λούμπα του μελό. Σ’ αυτό το κομμάτι -για μένα το δυσκολότερο και πιο ριψοκίνδυνο- οι δημιουργοί έκαναν εξαιρετική δουλειά με την πολύτιμη συμβολή του παραγωγού Ανδρέα Βασιλείου (ο οποίος εντόπισε το φινλαδικό format στις Κάννες) αλλά και της έμπειρης Κατερίνας Αγαπητού που ανέλαβε το κομμάτι των συνεντεύξεων.
Ως format τώρα, η αλήθεια είναι πως δεν προσφέρει τίποτα το καινούριο ή εντυπωσιακό, πέρα ίσως απ’ το ότι για πρώτη φορά κυπριακό show μοιάζει με show και όχι με σχολικό σκετς. Μοιάζει σαν να μάζεψαν όλες τις ανθρώπινες δραματικές ιστορίες που φιλοξενούσε κατά καιρούς όλα αυτά τα χρόνια η Αριστοτέλους στις απογευματινές εκπομπές της και να τις έντυσαν με glossy περιτύλιγμα βραδινού show συνοδεία τραγουδιών, συγκινητικών βίντεο και ίσως της πιο αμήχανης και αδέξια στημένης πρότασης γάμου που έγινε ποτέ σε τηλεοπτικό πλατό. Βλέπετε ως λαός δεν το ’χουμε με τις τηλεοπτικές εμφανίσεις, οι περισσότεροι Κύπριοι είναι camera-shy, ειδικά οι μεγαλύτερες γενιές που κυριολεκτικά σέρνονται στα πλατό από τις νεότερες που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν την εποχή του insta-famous και αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν οι τηλεοπτικοί παραγωγοί που τα τελευταία χρόνια παρακολουθούν έντρομοι τηλεπαιχνίδια και shows να καταστρέφονται από παίκτες ή κοινό που δεν το έχουν. Και το «SoL» δεν αποτελεί εξαίρεση, υπήρχαν πολλές στιγμές αμηχανίας (όλες σχεδόν από τους αποδέκτες των αφιερώσεων) με τη Χριστιάνα να καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να τις καλύψει με το γνώριμο πλέον (και αυτόματο) μειλίχιο, ενσυναισθητικό και ίσως λίγο περισσότερο συγκαταβατικό απ’ το σύνηθες, ύφος της. Βέβαια, ζούμε σε μία χώρα με 800.000 ψυχές, δεν υπάρχει η πολυτέλεια να διαλέξεις παίκτες ή κοινό, συνεπώς δουλεύεις με ό,τι διαθέτεις (και εννοείται πως δεν ευθύνονται οι άνθρωποι που συμμετέχουν απ’ την καλή τους την ψυχή).
Το «SoL» είναι το τηλεοπτικό αντίστοιχο ενός δακρύβρεχτου, εμψυχωτικού ποστ στο Facebook που το κάνεις share με το σχόλιο «Αυτό ακριβώς!», γίνεται viral για κανά δυο μέρες και μετά χάνεται κάτω απ’ τον σωρό δεκάδων άλλων παρόμοιων (είμαι σίγουρος πώς αυτό θα συμβεί και με κάποια βίντεο της εκπομπής). Είναι συγκινητικό, είναι πιασάρικο, έχει τις καλύτερες προθέσεις αλλά μοιάζει αποστασιοποιημένο, τεχνητό και -κάποιες στιγμές- να επιβάλλει τη συγκίνηση, αφού απουσιάζει παντελώς το απαραίτητο build up που οδηγεί στη λυτρωτική κορύφωση (κάτι που έκανε πετυχημένα το «Πάμε Πακέτο» για 14 σεζόν) και ο τηλεθεατής καλείται να συγκινηθεί επειδή πρέπει (λόγω της φύσης των ιστοριών) και όχι γιατί του δόθηκε χρόνος να το νιώσει. Συνεπώς, το «Soundtrack» θα λειτουργούσε καλύτερα ως ένθετο στο «Με Αγάπη Χριστιάνα», ως web series (είδος ανύπαρκτο στην Κύπρο) ή κάποιο χριστουγεννιάτικο special, καθώς το να υπομένεις κάθε Κυριακή για δυόμισι σχεδόν ώρες την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο ανθρώπινο δράμα και το χαλαρό, ψυχαγωγικό show (συν τους δακρυγόνους αδένες της Χριστιάνας) το βλέπω κομματάκι δύσκολο και ψυχοβγαλτικό – ειδικά όταν υπάρχει απέναντι ένα αμιγώς crowd-pleasing show όπως το «The Voice» (που δικαιολογημένα κέρδισε τη βραδιά). Στο κάτω-κάτω αν θέλεις συγκλονιστικές ανθρώπινες ιστορίες με εξίσου σοβαρή αντιμετώπιση αλλά χωρίς το glossy περιτύλιγμα, υπάρχουν πάντα οι ομόσταβλες «24 ώρες».
Συγχαρητήρια στον ΑΝΤ1 που κατάφερε να μας προσφέρει στην ίδια σεζόν το καλύτερο και το χειρότερο νέο πρόγραμμα. Το τελευταίο είναι αναμφισβήτητα το «Casa de Mikel» που κατάφερε στη δεύτερη εκπομπή αυτό που φαντάζει πρακτικά αδύνατο: να γίνει ακόμα χειρότερο! Ο Μιχάλης Σοφοκλέους κολυμπά πλέον στα θολά νερά της σεφερλίδικης trashίλας (θηλυπρεπής γκέι το 2019, σοβαρά τώρα;) και αρχίζω πλέον να αμφιβάλλω ότι αυτό το αναχρονιστικό show που γυρίζει την τηλεόραση δεκαετίες πίσω, δεν θα έχει επιπτώσεις στην εικόνα του, να πάθει δηλαδή κανένα «Κάζο ντε Μικέλ» (όπως θα ήταν ένας ειλικρινέστερος τίτλος). Ευτυχώς που για κάθε δράση υπάρχει αντίδραση κι έτσι ο ΑΝΤ1 μάς προσφέρει συνάμα και το καλύτερο -με διαφορά- νέο πρόγραμμα της σεζόν: οι «Άγριες Μέλισσες» είναι ό,τι ομορφότερο και εθιστικό σε ελληνική σειρά είχαμε να κολλήσουμε απ’ την εποχή του «Νησιού», μία υψηλής αισθητικής και κινηματογραφικών προδιαγραφών ελληνική τηλενουβέλα με δυνατό στόρι, καλογραμμένους διαλόγους, πειστικές ερμηνείες και μία σπουδαία Μαρία Κίτσου σε εξαιρετική φόρμα να σηκώνει όλο το project στους στιβαρούς ώμους της σκληροτράχηλης Λενιώς.