Σε προεκλογική περίοδο οι δημοσκοπήσεις έχουν πάντα την τιμητική τους. Την ίδια ώρα ωστόσο στην Κύπρο, μετά τις «αποτυχημένες προβλέψεις» ή έστω τις μη ιδιαίτερα έγκυρες προβλέψεις, οι δημοσκοπήσεις φιλτράρονται πλέον μέσα από το πρίσμα της αμφισβήτησης. Την ίδια ώρα, στην παρούσα προεκλογική περίοδο καταγράφεται και μια ιδιαίτερα έντονη τάση άρνησης συμμετοχής στις δημοσκοπήσεις. Ένα χαρακτηριστικό που δημιουργεί νέα δεδομένα για τις δημοσκοπήσεις αυξάνοντας τον δείχτη αμφισβήτησης της κοινής γνώμης έναντί τους.

Ο πολιτικός αναλυτής και εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης σε ΜΜΕ και εκλογές, Χριστόφορος Χριστοφόρου, επισημαίνει στον «Φ» ότι γίνεται μία κατάχρηση στον βαθμό επίκλησης ή απόρριψης των δημοσκοπήσεων, προσδίδοντας σε αυτές ιδιότητες που δεν έχουν.

«Οι δημοσκοπήσεις βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε αναμέτρησης, σε κάθε χώρα. Δοξάζονται από όσους “ευνοούν” τα αποτελέσματά τους ή δαιμονοποιούνται αν δεν είναι τα αναμενόμενα. Και στις δύο περιπτώσεις, είμαστε μπροστά σε μια κατάχρηση, γιατί αποδίδεται σε αυτές υπόσταση και ιδιότητες που δεν έχουν. Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι το αποτέλεσμα και, στις πλείστες περιπτώσεις, δεν είναι ούτε αυτό που πολλοί λένε συχνά, “αποτύπωση των τάσεων της στιγμής”», αναφέρει ο κ. Χριστοφόρου, προσθέτοντας ότι σε κάποιες περιπτώσεις, η κατάχρηση πάει ακόμα πιο μακριά με τον ισχυρισμό πως «διαμορφώνουν» το αποτέλεσμα των εκλογών. «Γι’ αυτό, ανοήτως, μερικές χώρες απαγορεύουν δημοσίευση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων. Εδώ βρίσκεται και η Κύπρος με εφταήμερη απαγόρευση, που είναι καιρός να καταργηθεί», σημειώνει. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Όπως εξηγεί ο κ. Χριστοφόρου, για να πάρει κάποιος θέση για τις δημοσκοπήσεις χρειάζεται να δει στοιχεία και διαδικασίες πραγματοποίησής τους. «Ακόμα πιο δύσκολο είναι, η ερμηνεία των αποτελεσμάτων τους. Στις έρευνες των τελευταίων δέκα χρόνων στην Κύπρο, έχουμε αυξανόμενο αριθμό ατόμων που αρνούνται συμμετοχή, κλείνουν το τηλέφωνο», αναφέρει. «Το αποτέλεσμα “προβάλλει” εικόνα για το σύνολο των ψηφοφόρων και επομένως αν ένα μεγάλο μέρος λείπει γιατί αρνείται συμμετοχή, οδηγούμαστε σε πιθανό λάθος. Λέω “πιθανό” γιατί θα μπορούσαν οι απόντες να έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τους μετέχοντες. Όμως, η πληροφορία σε πρόσφατη έρευνα ότι εννιά στους δέκα ήταν απόντες, γιατί αρνήθηκαν να απαντήσουν, μειώνει τη δυνατότητα να έχουμε αντιπροσωπευτική εικόνα. Η πρόθεση ψήφου, ο όγκος αποχής και οι συσχετισμοί υποψηφίων που καταγράφονται, πολύ πιθανόν να είναι σε μεγάλο βαθμό διαφορετικοί από την πραγματικότητα. Φυσικά, και χωρίς αυτό το φαινόμενο, αρκετοί άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων. Πώς εξηγείται για παράδειγμα ότι έρευνες δίνουν στον Ν. Αναστασιάδη από 23% μέχρι 39%, και παρουσιάζουν τον Σταύρο Μαλά να προηγείται του Νικόλα Παπαδόπουλου κατά δύο μονάδες ή να βρίσκεται πίσω έξι μονάδες; 

Παρόμοιες απορίες εγείρονται σε σχέση με πιθανή αποχή, λευκό κ.λπ.», υποδεικνύει ο κ. Χριστοφόρου.

Εξηγεί ακόμα ότι στην ίδια λογική των αποκλίσεων εντάσσεται και το πιθανό στατιστικό σφάλμα που εξαρτάται από πολλά στοιχεία, την αληθή ή ψευδή δήλωση των μετεχόντων, την απόκρυψη και στη σύγκριση προεδρικών με βουλευτικές. «Στις βουλευτικές του 2016 είχαμε 33% αποχή, στις προεδρικές του 2013 ήταν 17%, που σημαίνει διαφορετικό σώμα ψηφοφόρων. Πρόσθετα με αυτά είναι το δείγμα, που στις πρόσφατες έρευνες κυμαινόταν από 600 μέχρι 1.040 πρόσωπα και που παραπέμπει σε απόκλιση +-4 και +-3. Π.χ. το 17% του Στ. Μαλά και το 23% του Ν. Παπαδόπουλου στην έρευνα του Σίγμα μπορεί να γίνει 20-20!», προσθέτει.

«Επισημαίνει ωστόσο πως τα πιο πάνω δεν είναι φαινόμενα της Κύπρου. Ήδη, από δεκαετίες τώρα υπήρξαν διεθνώς δημοσκοπήσεις με παταγώδη αποτυχία πρόβλεψης. Όσα αναφέραμε μέχρι τώρα οδηγούν σε μιαν απλή πρόταση, να δούμε τις δημοσκοπήσεις σαν εργαλεία που δίνουν κάποιες ενδείξεις και την ίδια ώρα να διατηρούμε τις αμφιβολίες μας. Προσωπικά, με βάση όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα δεν μπορώ να εκφράσω οποιαδήποτε βεβαιότητα για τον επόμενο Πρόεδρο. Κάνω μιαν εξαίρεση, ακριβώς για την αποχή που ουδεμία δημοσκόπηση μπορεί να προβλέψει, απλούστατα γιατί το κύριο μέγεθός της απουσιάζει από τους μετέχοντες στην έρευνα. Με βάση την πείρα μου σε θέματα εκλογικής συμπεριφοράς, τοποθετώ την αποχή, τουλάχιστον, κοντά στο 28%», αναφέρει. 

Το ερώτημα βέβαια που εγείρεται είναι το κατά πόσο μπορούν ακόμα οι δημοσκοπήσεις να αποτελούν αξιόπιστο εργαλείο μέτρησης της κοινής γνώμης ή κατά πόσο φτάσαμε στο τέλος των δημοσκοπήσεων. «Μάλλον όχι, και μάλιστα το αντίθετο συμβαίνει», αναφέρει ο κ. Χριστοφόρου. «Παρατηρούμε στα κοινωνικά δίκτυα και γενικά σε διαδικτυακά μέσα την τάση για διεξαγωγή ερευνών ανάμεσα σε χρήστες των μέσων αυτών. Πρόκειται για παραφθαρμένες μορφές έρευνας που έχουν εξαρχής το στίγμα της παρέκκλισης, μια και το κοινό που μετέχει δεν είναι με κανένα τρόπο, δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτικό. Μόνο με επιλογή και στρωματοποίηση μπορεί να επιτευχθεί αξιόπιστο δείγμα. Ακριβώς, πριν λίγες μέρες, παρατηρήθηκε στη Γαλλία ότι η τηλεοπτική παρέμβαση του Προέδρου Μακρόν σε κάποιο κανάλι αξιολογήθηκε με διαμετρικά αντίθετο αποτέλεσμα σε έρευνες που έκαμε το ίδιο το κανάλι, αλλά με διαφορετικές μεθόδους. Σύμφωνα με τη μια ο Πρόεδρος ήταν πειστικός για 70% των μετεχόντων, ενώ, στη δεύτερη, 70% των μετεχόντων είπαν πως δεν ήταν πειστικός», εξηγεί ο κ. Χριστοφόρου.

Προσθέτοντας ότι αυτό που άλλαξε στην Κύπρο είναι ο περιορισμός του αριθμού δημοσκοπήσεων και των μέσων που χρησιμοποιούν, για λόγους κυρίως οικονομικούς.

«Πέρα από τα πιο πάνω στοιχεία που μπορούν να αλλοιώσουν το αποτέλεσμα, είναι ανάγκη να έχουμε υπόψη πως το μέγεθος του δείγματος, ο αριθμός μετεχόντων παρουσιάζει περιθώρια λάθους. Έτσι, έρευνες με δείγμα 1.067 ατόμων έχουν πιθανή απόκλιση συν-πλην 3, δηλαδή το 20% μπορεί να είναι από 17% μέχρι 23%, ενώ υπάρχει πιθανότητα 5% το αποτέλεσμα να είναι έξω και από την απόκλιση», σημειώνει.

Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι επιβάλλεται επιφύλαξη στα αποτελέσματα, όχι κατ’ ανάγκη εξαιτίας λάθους των ερευνών, αλλά εξαιτίας της στάσης των ψηφοφόρων.

«Άρνηση συμμετοχής, λάθος ή ψευδείς απαντήσεις, απόκρυψη ψήφου ή το κλίμα γενικά οδηγούν σε παραμόρφωση αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα, διαχρονικά, από τη δεκαετία του 1980, η ισχύς του ΔΗΣΥ υπερεκτιμάται, συνήθως, στις έρευνες», αναφέρει.

Η πρόκριση Μαλά εξαρτάται από τον ίδιο

Όσον αφορά το σκηνικό όπως διαμορφώνεται σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, ο κ. Χριστοφόρου πιστεύει ότι το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα το αντιμετωπίζει το ΑΚΕΛ, χωρίς να σημαίνει, όπως αναφέρει, ότι ο ΔΗΣΥ ή και οι άλλες δυνάμεις βρίσκονται σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. «Το ΑΚΕΛ όμως αντιμετωπίζει θέμα ύπαρξης, την ίδια ώρα που η πολωτική προσέγγιση που λειτουργούσε σε παρόμοιες αναμετρήσεις και συσπείρωνε τους δύο πόλους δεν φέρνει πλέον ιδιαίτερα σημαντικό αποτέλεσμα. Η πρόκριση Μαλά στον δεύτερο γύρο εξαρτάται όχι από τη συσπείρωση του κόμματος, αλλά από την ικανότητά του να πάρει τις ψήφους του 2013. Πήρε 118.000, ενώ το ΑΚΕΛ πήρε μόνο 90.000 το 2016. Επομένως, αν κ. Σταύρος Μαλάς πάρει έστω 110.000 ψήφους, μάλλον περνά στον δεύτερο γύρο», κατέληξε.

Η απομάκρυνση από την Πολιτική

Ο Χριστόφορος Χριστοφόρου σημειώνει ακόμα ότι στη σχέση πολιτών και κομμάτων, και των πολιτικών προσώπων, παρατηρούμε μια παραδοξότητα: «Αντί να επιτυγχάνεται επαφή μέσω της πολιτικής επικοινωνίας συμβαίνει το αντίθετο. Ο πολιτικός λόγος έφτασε στο σημείο να απωθεί. Πού έγκειται το πρόβλημα; Απλώς, το περιτύλιγμα έχει υποκαταστήσει το περιεχόμενο, με ωραία λόγια που επεξεργάζονται επικοινωνιολόγοι, αλλά με μικρή ή καθόλου σχέση με την αντιμετώπιση προβλημάτων. Το σύνθημα δεν αποτελεί απάντηση στις ανάγκες της κοινωνίας για λύσεις. Και η απουσία απαντήσεων προς το εκλογικό σώμα, κυρίως από αυτό που παρουσιάζεται απαιτητικό, οδηγούν απλώς σε αποξένωση και αποστροφή από την πολιτική συμμετοχή και δράση», αναφέρει. 

Φυσικά, όπως σημειώνει, η κρίση έχει σχέση με βαθύτερα αίτια, την απουσία οράματος, προτάσεων που θα πετύχουν την υλοποίηση συγκεκριμένου στόχου, για την κοινωνία ολόκληρη. «Πέραν από αυτή την απουσία, η απομάκρυνση μεγάλου μέρους των πολιτών από την πολιτική και γενικά τη συλλογική δράση συνδέεται επίσης με την αποτυχία υλοποίησης μεγάλων υποσχέσεων και επαγγελιών. Στη δεκαετία του 1990 και αρχές του 2000 είχαν κυρίαρχη θέση προσδοκίες σχετικά με το Κυπριακό, τα οφέλη σε διάφορα επίπεδα από την αναμενόμενη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και άλλα. Οι προσδοκίες παραχώρησαν τη θέση τους σε μια κρίση που η κυρίαρχη άποψη χαρακτηρίζει οικονομική. Στην ουσία, όμως, είναι κρίση αξιών που μαζί με άλλα προβλήματα οδήγησε την οικονομία σε σημείο κατάρρευσης», δηλώνει. 

Ο κ. Χριστοφόρου σημειώνει ότι με την αυξανόμενη αποχή όλο και πιο μικρό μέρος του εκλογικού σώματος υπερψηφίζει Πρόεδρο. «Τον Χριστόφια ψήφισε το 46,5% των εκλογέων, τον Αναστασιάδη το 43,5% και τον επόμενο Πρόεδρο σίγουρα λιγότερο από 40%. Αυτό, συνδυασμένο με πολιτικές που ευνοούν τους λίγους κάνει όλο και πιο πολύ κόσμο να λέει “δεν είναι ο Πρόεδρός μου”, άρα δεν μπορώ να συστρατευθώ μαζί του. Αυτό θέτει στο περιθώριο δυναμικά στελέχη της κοινωνίας, φτωχαίνει τον τόπο», αναφέρει.

Η δαπάνη της διαφήμισης και το  εκλογικό αποτέλεσμα

Ένα επίσης κεφάλαιο των εκλογών, αφορά ασφαλώς και την προεκλογική καμπάνια ενός υποψηφίου και την αποτελεσματικότητα που έχει αυτή ως προς τον βαθμό επηρεασμού της κοινής γνώμης. «Το αποτέλεσμα εξαρτάται από το περιεχόμενο και την ποιότητα της επικοινωνίας, που είναι σήμερα το πιο δύσκολο εγχείρημα για κάθε υποψήφιο σε εκλόγιμο αξίωμα», αναφέρει ο κ. Χριστοφόρου. Σημειώνει δε, ότι τα δεδομένα στα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια έχουν αλλάξει δραστικά, τόσο αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του πολίτη όσο και στα μέσα επικοινωνίας, αλλά προπάντων στη σχέση κομμάτων με τον πολίτη.

«Βρισκόμαστε σε ένα σκηνικό όπου η πολιτική/κομματική επικοινωνία δεν επικεντρώνεται στις προεκλογικές περιόδους, αλλά είναι φαινόμενο καθημερινό και διαρκές, με συνεχή παρουσία. Μέσα από τη συνεχή παρουσία των πολιτικών και υποψηφίων στο προσκήνιο, σε αυτό που επικρατεί να καλείται ‘δημόσια σφαίρα’, κάθε άτομο που ενδιαφέρεται μπορεί να μαθαίνει και να γνωρίζει τη ζωή και τις απόψεις των πολιτικών. Εδώ, όμως, έγκειται το σημαντικό πρόβλημα: Τι απομένει να γνωρίσει ο ψηφοφόρος για τον κ. Αναστασιάδη ή τον κ. Παπαδόπουλο ή τον κ. Μαλά ή τον κ. Λιλλήκα. Υπάρχει κάτι που δεν λέχθηκε μέχρι σήμερα, μια υπόσχεση που ξέκοψε και δεν δόθηκε στο εκλογικό σώμα;», αναφέρει ο κ. Χριστοφόρου.

Προσθέτει επίσης ότι, μετά από το ερώτημα αυτό, όταν οι πολίτες τοποθετήσουν τους υποψήφιους στο ευρύτερο πολιτικό και κομματικό τους περιβάλλον, δεν μπορεί να τους διαφεύγει ότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις κυβέρνησαν τον τόπο. «Αυτό που ζήσαμε και ζούμε σήμερα είναι αποτέλεσμα της διακυβέρνησης, των έργων και των παραλείψεων των κομμάτων αυτών. Του ΔΗΣΥ -15 χρόνια εξουσία, του ΑΚΕΛ -πέντε χρόνια εξουσία, τέσσερα και μισό συγκυβέρνηση και άλλα κοντά στην εξουσία, του ΔΗΚΟ -16 χρόνια εξουσία και 9,5 συγκυβέρνηση, και των άλλων δυνάμεων που συμπορεύονταν. Επομένως, πέρα από τα αποτελέσματα των διακυβερνήσεών τους, έχει μήπως κάτι άλλο, κάτι νέο να προτείνει κάθε υποψήφιος; Σε αυτό ακριβώς το σημείο παρεμβαίνει η δυσκολία των υποψηφίων», υποδεικνύει ο κ. Χριστοφόρου.

Σε αυτό, όπως επισημαίνει προστίθεται και το γεγονός ότι οι υποψήφιοι απέναντί τους έχουν πολίτες πιο ενημερωμένους, οι οποίοι, σε μεγάλους αριθμούς δεν δεσμεύονται πλέον από ιδεολογίες και κομματικές εξαρτήσεις. «Την ίδια ώρα, πολλαπλασιάστηκαν τα κανάλια ενημέρωσης και, προπάντων επικοινωνίας με άλλους. Με τα νέα μέσα, πριν το κόμμα ή ο υποψήφιος δώσουν γραμμή, ο πολίτης έχει κάνει τις ανταλλαγές ιδεών και απόψεων και, σε αρκετές περιπτώσεις, διαμόρφωσε γνώμη πριν δεχθεί το μήνυμα του υποψήφιου ή του κόμματος. Βρισκόμαστε στην εποχή που η αυθεντία της κομματικής γραμμής και άποψης έχει εξασθενίσει σε βαθμό κατάρρευσης», τονίζει.