Δυσεπίλυτος γρίφος όπως όλα δείχνουν η Προεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων, με τα κομματικά γραφεία να κάνουν ασκήσεις επί χάρτου για τις υποψηφιότητες που θα τεθούν στο τραπέζι και τις συμμαχίες που χρειάζεται να διαμορφωθούν προκειμένου να διέλθουν τον σκόπελο που βρίσκεται μπροστά τους. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που εκλέγεται ο Πρόεδρος της Βουλής με βάση το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Χρίστος Χρίστου του ΕΛΑΜ και Χαράλαμπος Θεοπέμπτου του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών, ήδη εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους για τη διεκδίκηση της Προεδρίας της Βουλής, με τα υπόλοιπα ονόματα που ακούγονται να στηρίζονται στο παρόν στάδιο στο παρασκήνιο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Το μόνο δεδομένο που κλειδώνει σε κάθε περίπτωση είναι η εξαγγελία από πλευράς Οικολόγων πως δεν θα στηρίξουν τόσο το ΕΛΑΜ όσο και ενδεχόμενη υποψηφιότητα του Μαρίνου Σιζόπουλου.
Πώς εκλέγεται ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
Σύμφωνα με το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι Ελληνοκύπριος και εκλέγεται από τους εκλεγμένους βουλευτές της ελληνικής κοινότητας (56 βουλευτές). Το σύνταγμα ορίζει και εκλογή Αντιπροέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο οποίος είναι Τουρκοκύπριος και εκλέγεται από τους εκλεγμένους βουλευτές της τουρκικής κοινότητας (24 βουλευτές). Ωστόσο, μετά τις διακοινοτικές ταραχές που σημειώθηκαν το Δεκέμβριο του 1963, η θέση του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου παραμένει κενή.
Η εκλογή Προέδρου της Βουλής πραγματοποιείται στην πρώτη συνεδρία της εκλεγμένης Βουλής.
Σε περίπτωση που κενωθεί η θέση του προέδρου (ή του αντιπροέδρου), ενεργείται νέα εκλογή το συντομότερο δυνατό και αν κριθεί ανάγκη ακόμη και σε έκτακτη σύνοδο.
Κατά την πρώτην συνεδρία της πρώτης τακτικής συνόδου της περιόδου της Βουλής την έδρα του Προέδρου καταλαμβάνει ο πρεσβύτερος των παρόντων Βουλευτών μέχρι της εκλογής του νέου Προέδρου της Βουλής.
Η διαδικασία εκλογής που ακολουθείται για την εκλογή Προέδρου είναι η εξής:
- Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό του μισού των παρόντων βουλευτών.
- Αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος κατά την πρώτη ψηφοφορία, ακολουθεί δεύτερη και Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τα 2/5 των εγκριτικών ψήφων των παρόντων ψηφιζόντων βουλευτών, παραλειπομένου τυχόν κλάσματος.
- Αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος της Βουλής κατά τη δεύτερη ψηφοφορία, ακολουθεί τρίτη ψηφοφορίας κατά την οποία Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο υποψήφιος που θα εξασφαλίσεις τις περισσότερος εγκριτικές ψήφους των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών.
Σε περίπτωση που και στην τρίτη ψηφοφορία υπάρξει ισοψηφία, τότε η συνεδρία διακόπτεται και τα κόμματα διαβουλεύονται μεταξύ τους μέχρι να καταλήξουν σε λύση.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Σενάρια για προεδρία Βουλής – Ονόματα πηγαινοέρχονται
- Συντηρητικά… ψηφίζουν οι Κύπριοι
- «Κρυφτούλι» για την Προεδρία της Βουλής
- Βουλευτικές εκλογές: Η Αννίτα κυριάρχησε με 16,71%
- Αυξήθηκε η τάση αμφισβήτησης των παραδοσιακών κομμάτων
Το ιστορικό της εκλογής Προέδρων της Βουλής των Αντιπροσώπων
Στις 16 Αυγούστου 1960 η Βουλή των Αντιπροσώπων συνήλθε στην πρώτη της συνεδρίαση με Πρόεδρο τον πρεσβύτερο από τους ΄Ελληνες βουλευτές Χαρίδημο Χατζηχάρο και Αντιπρόεδρο τον πρεσβύτερο από τους Τούρκους βουλευτές Νιαζί Μανιέρα.
Για την Πρώτη Βουλευτική Περίοδο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων εξελέγη ο Γλαύκος Κληρίδης και Αντιπρόεδρος ο Ορχάν Μουντερίσογλου και οι δύο χωρίς ανθυποψήφιο. Κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, το σώμα αποφάσισε ότι σε περίπτωση πρόσκαιρης απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου της Βουλής τον αντικαθιστά ο πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής.
Το 1965 δεν πραγματοποιήθηκαν βουλευτικές εκλογές λόγω της έκρυθμης κατάστασης. Μετά τις διακοινοτικές ταραχές που σημειώθηκαν το Δεκέμβριο του 1963, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, οι οποίες έκτοτε παραμένουν κενές, και η Πρώτη Βουλευτική Περίοδος παρατεινόταν κάθε χρόνο με σχετική νομοθεσία για μια πενταετία.
Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 5 Ιουλίου 1970 και στις 16 Ιουλίου 1970 Πρόεδρος της Βουλής και για τη Δεύτερη Βουλευτική Περίοδο εξελέγη ο Γλαύκος Κληρίδης με ανθυποψήφιο το Βάσο Λυσσαρίδη. Η υποψηφιότητα του Γλαύκου Κληρίδη συγκέντρωσε 27 ψήφους υπέρ, 2 εναντίον και 6 αποχές, ενώ στην ίδια ψηφοφορία η υποψηφιότητα του Βάσου Λυσσαρίδη συγκέντρωσε 2 ψήφους υπέρ, 25 εναντίον και 8 αποχές.
Αργότερα, στις 23 Ιουλίου 1970, η Βουλή εξέλεξε τον Τάσσο Παπαδόπουλο, για να εκτελεί χρέη Προεδρεύοντος σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου της Βουλής. Η σχετική απόφαση της Βουλής ελήφθη με τη θετική ψήφο των παρόντων βουλευτών, εξαιρουμένων των βουλευτών της ΕΔΕΚ. που εξέφρασαν τη διαφωνία τους για την εν λόγω ρύθμιση και δήλωσαν αποχή.
Τον Ιούλιο του 1974, αμέσως μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, ο Γλαύκος Κληρίδης ανέλαβε, δυνάμει του συντάγματος (άρθρο 36.2), Προεδρεύων της Δημοκρατίας μέχρι την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974. Παράλληλα, στη Βουλή των Αντιπροσώπων καθήκοντα Προέδρου ασκούσε ο Προεδρεύων του σώματος Τάσσος Παπαδόπουλος.
Στις 15 Ιουλίου 1976 έληξε η παραταθείσα με νόμο θητεία του Προέδρου και των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία σύμφωνα με το σύνταγμα εξέπνεε στις 15 Ιουλίου 1975, και Πρόεδρος του σώματος μέχρι της ενάρξεως των εργασιών της επόμενης βουλευτικής περιόδου εξελέγη ομόφωνα από τους παρόντες βουλευτές ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Συγκεκριμένα, ο Τάσσος Παπαδόπουλος διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής κατά την περίοδο από 22 Ιουλίου μέχρι 20 Σεπτεμβρίου 1976. Στη συνεδρίαση για την εκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου ως Προέδρου του σώματος δε συμμετείχαν οι βουλευτές του Δημοκρατικού Συναγερμού.
Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές διενεργήθηκαν στις 5 Σεπτεμβρίου 1976 και Πρόεδρος της Βουλής για την Τρίτη Βουλευτική Περίοδο αναδείχθηκε ο Σπύρος Κυπριανού. Ο Σπύρος Κυπριανού εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής στις 20 Σεπτεμβρίου 1976 με ομόφωνη απόφαση του σώματος.
Ο αιφνίδιος θάνατος του Προέδρου της Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στις 3 Αυγούστου 1977, επέφερε σημαντικές αλλαγές στα πολιτικά δρώμενα του τόπου, που δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη Βουλή. Ο Σπύρος Κυπριανού ανέλαβε, δυνάμει του συντάγματος, Προεδρεύων της Δημοκρατίας και ακολούθως, αφού εξελέγη διά αναπληρωματικής εκλογής, στις 3 Σεπτεμβρίου 1977 έλαβε χώρα η τελετή εγκατάστασής του στο αξίωμα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη συμπλήρωση του υπολοίπου της προεδρικής θητείας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Προεδρεύων του σώματος για την περίοδο που προήδρευε της Δημοκρατίας ο Σπύρος Κυπριανού εξελέγη, στις 4 Αυγούστου 1977, ομόφωνα ο Αλέκος Μιχαηλίδης, ο οποίος στη συνέχεια παρέμεινε στο αξίωμα αυτό με απόφαση της Βουλής, που ελήφθη με 20 ψήφους υπέρ, 2 εναντίον και 6 αποχές, μέχρι και την εκλογή Προέδρου της Βουλής. Στη διεξαχθείσα ψηφοφορία για την ανάδειξη Προέδρου του σώματος, στις 22 Σεπτεμβρίου 1977, 24 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της εκλογής του Αλέκου Μιχαηλίδη, 7 εναντίον και υπήρξε μία αποχή. Υπέρ της υποψηφιότητας του Βάσου Λυσσαρίδη ψήφισαν 5 βουλευτές, 17 ψήφισαν εναντίον και υπήρξαν 10 αποχές.
Ύστερα από τις βουλευτικές εκλογές της 24ης Μαΐου 1981, η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέλεξε, στις 4 Ιουνίου 1981, Πρόεδρο του σώματος το Γεώργιο Λαδά με 20 ψήφους υπέρ και 12 εναντίον, χωρίς να υπάρχει ανθυποψήφιος.
Κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Βουλευτικής Περιόδου, η Βουλή με απόφασή της, που ελήφθη στις 20 Ιουνίου 1985, προχώρησε στην αύξηση του αριθμού των βουλευτών σε ογδόντα, από τους οποίους οι πενήντα έξι εκλέγονται από την ελληνική κοινότητα και οι είκοσι τέσσερις από την τουρκική κοινότητα. Η απόφαση αυτή ελήφθη κατ’ επίκλησιν του δικαίου της ανάγκης, αφού το σύνταγμα επιτάσσει χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων βουλευτών για τη σχετική τροποποίηση.
Για την Πέμπτη Βουλευτική Περίοδο διεκδίκησαν το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων τέσσερις υποψήφιοι: o Γλαύκος Κληρίδης, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗ.ΣΥ., ο Γεώργιος Λαδάς, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗ.ΚΟ., ο Εζεκίας Παπαϊωάννου, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΑΚΕΛ, και ο Βάσος Λυσσαρίδης, εκ μέρους του Σ.Κ. ΕΔΕΚ.
Η κυπριακή Βουλή για πρώτη φορά από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε να αντιμετωπίσει πρόβλημα διαδικασίας για την εκλογή Προέδρου του σώματος. Για την άρση του αδιεξόδου η Βουλή ομόφωνα ενέκρινε το ακόλουθο σχέδιο απόφασης αναφορικά με τη διαδικασία για την ανάδειξη Προέδρου του σώματος: Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό του ημίσεος των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών.
Αν κατά την πρώτη ψηφοφορία δεν εκλεγεί Πρόεδρος, ακολουθεί δεύτερη ψηφοφορία και Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τα 2/5 των εγκριτικών ψήφων των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών, παραλειπομένου τυχόν κλάσματος.
Σε περίπτωση που κανένας από τους υποψηφίους δε συγκεντρώσει τις πιο πάνω πλειοψηφίες, γίνεται τρίτη ψηφοφορία κατά την οποία Πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που θα εξασφαλίσει τις περισσότερες εγκριτικές ψήφους των παρόντων και ψηφιζόντων βουλευτών.
Υιοθετώντας αυτή τη διαδικασία, η Βουλή στις 30 Δεκεμβρίου 1985 εξέλεξε Πρόεδρο του σώματος το Βάσο Λυσσαρίδη. Ο Βάσος Λυσσαρίδης εξελέγη Πρόεδρος του σώματος στην τρίτη κατά σειρά ψηφοφορία που είχε διεξαχθεί για την ανάδειξη Προέδρου της Βουλής, συγκεντρώνοντας 22 ψήφους. Στην ίδια ψηφοφορία ο Γλαύκος Κληρίδης συγκέντρωσε 19 ψήφους, ο Γεώργιος Λαδάς 16 ψήφους και ο Εζεκίας Παπαϊωάννου 14 ψήφους.
Στις 30 Μαΐου 1991 υποβλήθηκαν δύο υποψηφιότητες για το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, η υποψηφιότητα του Αλέξη Γαλανού, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗ.ΚΟ., και η υποψηφιότητα του Βάσου Λυσσαρίδη, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ. Η Βουλή ανέδειξε στο αξίωμα του Προέδρου του σώματος για την Έκτη Βουλευτική Περίοδο τον Αλέξη Γαλανό, ο οποίος συγκέντρωσε 31 ψήφους υπέρ, ενώ ο ανθυποψήφιός του Βάσος Λυσσαρίδης συγκέντρωσε 25 ψήφους.
Μετά τις εκλογές της 26ης Μαΐου 1996, διεκδίκησαν το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων για την Έβδομη Βουλευτική Περίοδο ο Σπύρος Κυπριανού, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗΚΟ, και ο Βάσος Λυσσαρίδης, εκ μέρους του Σ.Κ. ΕΔΕΚ. Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων αναδείχθηκε, στις 6 Ιουνίου 1996, ο Σπύρος Κυπριανού συγκεντρώνοντας 30 ψήφους υπέρ, ενώ ο ανθυποψήφιός του Βάσος Λυσσαρίδης συγκέντρωσε 26 ψήφους.
Στις 13 Ιουνίου 1996 η Βουλή αποφάσισε ότι, σε περίπτωση πρόσκαιρης απουσίας ή κωλύματος ή σε περίπτωση που κενωθεί η θέση του Προέδρου της Βουλής και μέχρι να πληρωθεί, όπως ορίζει το σύνταγμα, τα καθήκοντα του Προέδρου της Βουλής θα ασκεί ο βουλευτής Νίκος Αναστασιάδης. Η εν λόγω απόφαση της Βουλής ελήφθη κατά πλειοψηφία με 27 ψήφους υπέρ και 21 εναντίον. Η διάσταση απόψεων προέκυψε από τη διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 72.3 του συντάγματος και με πρωτοβουλία της μειοψηφίας το θέμα παραπέμφθηκε στην αρμόδια κατά το σύνταγμα αρχή, το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο κατά πλειοψηφία αποφάσισε ότι η επίδικη απόφαση της Βουλής δεν παραβιάζει το άρθρο 72.3 του συντάγματος.
Για την Όγδοη Βουλευτική Περίοδο το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων διεκδίκησαν οι Δημήτρης Χριστόφιας, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας Α.Κ.Ε.Λ.-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις, και Νίκος Αναστασιάδης, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗ.ΣΥ. Πρόεδρος του σώματος εξελέγη, στις 7 Ιουνίου 2001, ο Δημήτρης Χριστόφιας με 33 ψήφους υπέρ, 19 εναντίον και 4 αποχές.
Για την Ένατη Βουλευτική Περίοδο το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων διεκδίκησαν οι Δημήτρης Χριστόφιας, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας ΑΚΕΛ.-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις, Νίκος Αναστασιάδης, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗΣΥ, και Δημήτρης Συλλούρης, εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κόμματος.
Πρόεδρος του σώματος εξελέγη, την 1η Ιουνίου 2006, ο Δημήτρης Χριστόφιας με 35 ψήφους υπέρ και 21 εναντίον. Ο Δημήτρης Χριστόφιας παρέμεινε στη θέση του Προέδρου της Βουλής μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2008, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η εγκατάστασή του ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, αξίωμα στο οποίο εξελέγη στις προεδρικές εκλογές της 24ης Φεβρουαρίου 2008.
Στις 6 Μαρτίου 2008, ύστερα από την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων εξελέγη χωρίς ανθυποψήφιο, με τριάντα έξι ψήφους υπέρ, καμία εναντίον και δεκαπέντε αποχές, ο Μάριος Καρογιάν, έπειτα από πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗΚΟ.
Για τη Δέκατη Βουλευτική Περίοδο διεκδίκησαν το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής τρεις υποψήφιοι: ο Μάριος Καρογιάν, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗΚΟ, ο Γιαννάκης Ομήρου, εκ μέρους του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ, και ο Γιώργος Περδίκης, εκ μέρους του Κινήματος Οικολόγων Περιβαλλοντιστών.
Για την ανάδειξη Προέδρου του σώματος χρειάστηκε να τηρηθεί η διαδικασία που ενέκρινε και ακολούθησε η Βουλή των Αντιπροσώπων στις 30 Δεκεμβρίου 1985 για εκλογή Προέδρου του σώματος για την Πέμπτη Βουλευτική Περίοδο. Πρόεδρος της Βουλής εξελέγη, στις 2 Ιουνίου 2011, κατά την τρίτη φάση της ψηφοφορίας ο Γιαννάκης Ομήρου, εξασφαλίζοντας 28 ψήφους. Στην ίδια ψηφοφορία ο Μάριος Καρογιάν εξασφάλισε 27 ψήφους, ενώ ο Γιώργος Περδίκης απέσυρε την υποψηφιότητά του.
Μετά τις εκλογές της 22ας Μαΐου 2016, το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής διεκδίκησαν, για την Ενδέκατη Βουλευτική Περίοδο, οι ακόλουθοι πέντε υποψήφιοι κατά σειρά υποβολής της υποψηφιότητάς τους: ο Δημήτρης Συλλούρης, εκ μέρους της Αλληλεγγύης, ο Αβέρωφ Νεοφύτου, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗ.ΣΥ., ο Άντρος Κυπριανού, εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας Α.Κ.Ε.Λ.-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις, ο Μαρίνος Σιζόπουλος, εκ μέρους του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ, και ο Γιώργος Περδίκης, εκ μέρους του Κινήματος Οικολόγων-Συνεργασίας Πολιτών. Για την ανάδειξη Προέδρου του σώματος χρειάστηκε να τηρηθεί η διαδικασία που ενέκρινε και ακολούθησε η Βουλή των Αντιπροσώπων στις 30 Δεκεμβρίου 1985 για εκλογή Προέδρου του σώματος για την Πέμπτη Βουλευτική Περίοδο. Πρόεδρος της Βουλής εξελέγη, στις 2 Ιουνίου 2016, κατά την τρίτη φάση της ψηφοφορίας ο Δημήτρης Συλλούρης, εξασφαλίζοντας 21 ψήφους. Στην ίδια ψηφοφορία ο Γιώργος Περδίκης εξασφάλισε 2 ψήφους, ο Άντρος Κυπριανού 16 ψήφους, ο Μαρίνος Σιζόπουλος 17 ψήφους και ο Αβέρωφ Νεοφύτου 18 ψήφους. Ο Δημήτρης Συλλούρης υπέβαλε την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα στις 15 Οκτωβρίου 2020.
Στις 23 Οκτωβρίου 2020 κατόπιν σχετικής πρότασης από όλα τα κόμματα εκτός του ΕΛΑΜ. Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων εκλέχθηκε ο βουλευτής του ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις Αδάμος Αδάμου, χωρίς ανθυποψήφιο, με 53 ψήφους υπέρ, καμία εναντίον και 2 αποχές.