Με δύο πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις του, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ) άγγιξε σοβαρά θέματα του κυπριακού τομέα της ενέργειας και θεωρώ πως υποχρεώνει την κυβέρνηση, τη ΡΑΕΚ, τον Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Κύπρου, την ΑΗΚ, τους ιδιώτες παραγωγούς ηλεκτρισμού και τα κοινοβουλευτικά κόμματα να ασχοληθούν σοβαρά με όσα επισημαίνονται στις δύο ουσιαστικές παρεμβάσεις του επιμελητηρίου.

Αρχικά, το ΕΤΕΚ δημοσιοποίησε τις ενστάσεις του με τον τρόπο που εξακολουθεί να εφαρμόζεται το σχέδιο του 2018 για παραγωγή ηλεκτρισμού από αριθμό φωτοβολταϊκών πάρκων, τα οποία παράγουν με κόστος πολύ κάτω από τα 10 σεντ την κιλοβατώρα και πωλούν στην ΑΗΚ, βάσει του σχεδίου, στο ύψος του εκάστοτε κόστους αποφυγής, δηλαδή σήμερα κοντά στα 17-18 σεντ την κιλοβατώρα. Με υπερκέρδη, δηλαδή. Δεν συγκινήθηκε κανένας.

Πρόσφατα, μετά από συνάντησή του με τον πρόεδρο και τα μέλη της ΡΑΕΚ, το ΕΤΕΚ δημοσιοποίησε τη θέση του για «την ανάγκη να μελετηθεί η διενέργεια μειοδοτικών διαγωνισμών κατάλληλης δυναμικότητας και η διοχέτευση του παραγόμενου ρεύματος να γίνει με τρόπο που να μην ευνοείται ή τίθεται σε δυσμενέστερη θέση κάποιος από τους συντελεστές της αγοράς». Την ίδια θέση διατηρεί και το ΑΚΕΛ, το οποίο με πολλές αφορμές τη δημοσιοποίησε, επικαλούμενο και το παράδειγμα πολλών ευρωπαϊκών χωρών, που εξασφαλίζουν ηλεκτρισμό έναντι 2, 3, 4 σεντ την κιλοβατώρα, αξιοποιώντας τους μειοδοτικούς διαγωνισμούς (δημοπρασίες), με τις οποίες οι παραγωγοί υποχρεώνονται σε πραγματικό ανταγωνισμό και μείωση των προσφερόμενων τιμών προς τους αγοραστές (το σύστημα ηλεκτροπαραγωγής, προμήθειας και διανομής). Η ΡΑΕΚ δεσμεύτηκε να μελετήσει τις προτάσεις αυτές, η κυβέρνηση μάλλον σφυρίζει αδιάφορα.

Σε ό,τι αφορά την επί θύραις λειτουργία ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού, το ΕΤΕΚ ζήτησε από τη ΡΑΕΚ «να μελετηθεί εκ νέου και να προβληματίσει η χρήση της οριακής τιμής πώλησης ανά περίοδο (δηλαδή η πιο ψηλή τιμή ενέργειας που περιλήφθηκε στις ποσότητες πώλησης) για καθορισμό της τιμής πώλησης και αντί αυτού να γίνεται χρήση της πραγματικής τιμής (πλέον εύλογου κέρδους) του κάθε παραγωγού που δηλώνει διαθεσιμότητα». Εν ολίγοις, το ΕΤΕΚ -όπως και πολλοί άλλοι- διαφωνούν με το νέο μοντέλο, όπως θα εφαρμοστεί, ώστε τα ΑΠΕ, που παράγουν με πολύ χαμηλό κόστος, να μην πωλούν το ρεύμα τους στην τιμή του ακριβότερου παραγωγού, δηλαδή, για την ώρα, της ΑΗΚ! Τι πιο λογικό, τέλος πάντων;

Είναι μάλλον απίθανο να αλλάξει κάτι τώρα, καθώς όλοι προσμένουν την εφαρμογή της ανταγωνιστικής αγοράς τον Οκτώβριο, παρ’ όλο που ΚΑΝΕΝΑΣ δεν ελπίζει πως με αυτό το σύστημα θα μειωθούν οι τιμές ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ίσως μόνο για τους μεγάλους βιομηχανικούς – εμπορικούς παραγωγούς και μάλλον μόνο κατά 10-15%, μέσω διμερών συμβολαίων, την αξιοποιστία των οποίων θα εγγυάται η ΑΗΚ, με κόστος που θα φορτώνονται οι οικιακοί και οι μικρομεσαίοι εμπορικοί καταναλωτές.

Κατά το ΕΤΕΚ, που έχει δίκαιο, «η προσέγγιση της οριακής τιμής πώλησης (σ.σ. η τιμή του ακριβότερου παραγωγού) δημιουργεί προϋποθέσεις υπερβολικού κέρδους (σ.σ. κυρίως για τους παραγωγούς από ΑΠΕ) και δεν κεφαλαιοποιεί πλήρως τις συνθήκες που μπορεί να δημιουργήσει ο ανταγωνισμός προς όφελος του μικρομεσαίου καταναλωτή».

Επίσης, το Επιμελητήριο έθεσε προς τη ΡΑΕΚ προβληματισμούς για το «κατά πόσο η πολυαναμενόμενη ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρισμού και ο τρόπος που είναι δομημένη θα οδηγήσει βραχυπρόθεσμα ή και μεσοπρόθεσμα (επόμενη 7ετία) σε μείωση της τιμής της ηλεκτρικής κιλοβατώρας για το  μέσο νοικοκυριό ή τη μικρομεσαία επιχείρηση».

Δεν χωρεί αμφιβολία πως οι κρατικοί αξιωματούχοι του τομέα της ενέργειας πρέπει να προβληματιστούν πριν να είναι αργά. Διότι δεν θα βρεθούν πολλοί πρόθυμοι να φορτωθεί η ευθύνη για την ακόμα πιο ακριβή ενέργεια… ο Πούτιν.

[email protected]