«Μανώλη!» του Γιώργου Νεοφύτου σε σκηνοθεσία- ερμηνεία Μήδειας Χάννα.
 
«Συνέβη, επομένως μπορεί και να ξανασυμβεί: αυτή είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε. Μπορεί να συμβεί και μπορεί να συμβεί οπουδήποτε». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον επιφανή επιζήσαντα του Άουσβιτς, Πρίμο Λέβι, στο κύκνειο άσμα του «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν». Και η Μαρία, η θρυλική πια ηρωίδα του πιο εμβληματικού κυπριακού έργου στη μεταπολεμική εποχή, αυτό ακριβώς κραυγάζει ψελλίζοντας, με όλη τη συναισθηματική φόρτιση του κόσμου. Με κάθε της κύτταρο και κάθε ανάσα, απαιτεί δικαιοσύνη –κι όχι εκδίκηση- για τον γιο της που δολοφονήθηκε. ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ και δεν «σκοτώθηκε στον πόλεμο» όπως τσουβάλιασε μαζί με την κατάρα της εισβολής η βολική αφήγηση που επιβλήθηκε με το στανιό μετά το 1974, για να κρύψει κάτω από το χαλί ανείπωτα αίσχη.
 
Κι εκεί, κάτω από το χαλί παραμένουν μέχρι σήμερα σχεδόν 46 χρόνια μετά, αλλά και σχεδόν 35 χρόνια μετά την ολοκλήρωση του «Μανώλη!» του Γιώργου Νεοφύτου. Εξέχουν και παρεμποδίζουν, σαν ελέφαντας στο δωμάτιο, αλλά όλοι κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε ακόμη κι όταν συχνά σκοντάφτουμε πάνω τους. Η απονομή δικαιοσύνης δεν συνιστά ρεβανσισμό ούτε μνησικακία και δεν αφορά καν την ικανοποίηση και την επούλωση των τραυμάτων των συγγενών, πολλοί εκ των οποίων την έχουν αναγάγει ως μοναδικό σκοπό στη ζωή τους. Έχει να κάνει ακριβώς με την πρόληψη.
Η ζωή είναι ένας εξορκισμός. Μια συνεχής, κοπιώδης, αγωνιώδης προσπάθεια απώθησης του κακού, το οποίο ελίσσεται και εξελίσσεται, βρίσκει πάντα τρόπους και ρωγμές να εισχωρήσει. Πρέπει να στεγανοποιούμε αδιαλείπτως το σκαρί, να μην εφησυχάζουμε και να το αναζητούμε ανυποχώρητα στις πιο σκοτεινές γωνιές του κόσμου, αλλά και –πρώτιστα- του εαυτού μας. Και η δικαιοσύνη είναι βάλσαμο, παράγοντας αρμολόγησης και εξοβελισμού.
Πιστεύω ότι το «Μανώλη!» είναι ένα έργο που πρέπει να δοκιμάζεται από μια ηθοποιό τουλάχιστον κάθε 4-5 χρόνια σε κυπριακό σανίδι, ως άσκηση μνήμης αλλά κι ως επισήμανση προς τους επιλεκτικούς θιασώτες ενός ξεχειλωμένου «δεν ξεχνώ». Και πρέπει να συνεχίσει να ανεβαίνει κι όταν κι αν –πρώτα η Θέμιδα- έρθει η ευλογημένη εκείνη μέρα που θα πέσει φως στις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας και πέλεκυς στους ενόχους. Ακριβώς, για να μην ξανασυμβεί.
Είχα την τύχη, όταν παρακολούθησα την παράσταση με πρωταγωνίστρια τη Μήδεια Χάννα, να βρίσκεται στο ακριβώς διπλανό κάθισμα η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Ήταν η πρώτη που δόξασε τον συγκεκριμένο ρόλο, σε μια εργασία που έχει καταγραφεί στα πιο λαμπρά κατάστιχα της ιστορίας του κυπριακού θεάτρου. Παρότι είμαι σίγουρος ότι γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά τις προδιαγραφές του, παρακολουθούσε με το έκδηλο ενδιαφέρον του πιο ανυποψίαστου θεατή. Γιατί οφείλουμε να παραμένουμε πάντοτε ευαίσθητοι και δυσανεκτικοί μπροστά στην αδικία και την ανηθικότητα. Και περίεργοι για το πώς οι προβληματισμοί που προκύπτουν από έργα σαν αυτό λειτουργούν και τρίβονται με την εκάστοτε συγκυρία. Κάτι ανάλογο ένιωσα όταν είδα το 2013 την παράσταση με την Ιωάννα Σιαφκάλη, αλλά ακόμη και το 2017 όταν η θρασύτατη νεαρά Ελεονώρα Βασιλείου επέλεξε να συστηθεί στο κυπριακό κοινό εξασκούμενη με τον χαρακτήρα της Μαρίας.
Χωρίς καθόλου να υποτιμώ τον μόχθο της Μήδειας Χάννα, πρόκειται για έναν ρόλο- ζυμάρι. Όχι υπό την έννοια ότι τον πλάθεις όπως θέλεις, αλλά υπό την έννοια ότι σε πλάθει εκείνος: είναι σχεδόν απίθανο να του «ξεφύγεις», να μην καταφέρει να σου δώσει στο τέλος το σχήμα που θέλει. Με άλλα λόγια, μικρή σημασία έχει η ερμηνευτική επίδοση από τη στιγμή που είναι δεδομένα αξιοπρεπής και ειδικά όταν τον αναλαμβάνει μια έμπειρη όσο και διψασμένη ηθοποιός. Αυτοσκηνοθετούμενη, υπό τη διακριτική επίβλεψη και του ίδιου του συγγραφέα, η Χάννα φέρνει εις πέρας τίμια και αποτελεσματικά τις απαιτούμενες συναισθηματικές διαβαθμίσεις. Ο αόρατος αιλουροειδής «συνομιλητής» Μανώλης δίνει τις απαραίτητες πάσες για την ηθική εξομολόγηση της μονολογούσας χαροκαμένης μάνας, αποφορτίζοντας δραματικά και την πλοκή. Ο ενδυματολογικός, σκηνογραφικός και φωτιστικός ανεφοδιασμός της πρότασης είναι όσο λειτουργικά ανεπιτήδευτος χρειάζεται σ’ έναν μικροκαμωμένο χώρο, όπως το Θέατρο Χώρα, που προσφέρει σαφές πλεονέκτημα αμεσότητας.
Παρακολουθώντας το έργο και το θέμα του, αναπόφευκτα έκανα συνειρμούς με το ντοκιμαντέρ του Πανίκκου Χρυσάνθου «Λουλούδια και σφαίρες» που είδα ελάχιστες μέρες πριν. Σκέψεις σε σχέση με τον κουρνιαχτό που σήκωσε ο όλεθρος της εισβολής και συγκάλυψε παραμέτρους που ουδεμία σχέση έχουν με την τυπολογία του πολέμου. Στυγνά εγκλήματα, όπως οι δολοφονίες αντιστασιακών κατά το πραξικόπημα, οι σφαγές Ελληνοκυπρίων αμάχων από πολίτες στο Παλαίκυθρο –που έκαναν ακόμη και τον εισβολέα Τούρκο αξιωματικό να δακρύσει-, το όνειδος των μαζικών εκτελέσεων ηλικιωμένων και γυναικόπαιδων Τουρκοκυπρίων στη Μαράθα, πρέπει να αντιμετωπίζονται ξεχωριστά και ως ύβρη απέναντι στην φύση μας. Καμία ιδέα, καμία άμυνα, καμία διαταγή δεν μπορεί να τα νομιμοποιήσει.
Η λογική του «έλα μωρέ, τι θες και τα θυμάσαι αυτά τώρα» δεν μπορεί παρά να στρώνει τον δρόμο για την εξοικείωση και την ανεκτικότητα μπροστά στην καταβαράθρωση της ανθρώπινης ιδιότητας. Χωρίς κάθαρση, χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς αυτοκριτική, επιτρέπουμε στο τοξικότερο και διαβρωτικότερο των δηλητηρίων, αυτό του εθνικιστικού παροξυσμού, να οδηγήσει σε νέες οδύνες.