Σε έναν τόπο όπου η διαφθορά μοιάζει με τα υπερχειλισμένα φράγματα και τους ορμητικούς ποταμούς που παρασύρουν ό,τι βρουν στο πέρασμά τους, είναι τραγελαφικό -αν όχι αστείο- να μαθαίνεις ότι υποχρεώθηκε αλλοδαπός φοιτητής να διακόψει τις σπουδές του και να φύγει από την Κύπρο, επειδή εργάστηκε μια φορά χωρίς άδεια σε οικοδομές.
Ένας νέος από την Μπαγκλαντές που ζούσε νόμιμα στη χώρα μας, με άδεια προσωρινής παραμονής, φοιτούσε κανονικά σε κολλέγιο και είχε άδεια να εργάζεται μέχρι 20 ώρες την εβδομάδα σε τομείς που προέβλεπε σχετική απόφαση του υπουργείου Εργασίας, έπραξε το μέγα ολίσθημα να δουλέψει μια μέρα στις οικοδομές, χωρίς θεωρημένο συμβόλαιο από το υπουργείο Εργασίας. Για κακή του τύχη, τον «τσάκωσε» το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, τον έβαλε σ’ ένα αεροπλάνο και τον απέλασε κακήν κακώς, υποχρεώνοντάς τον να διακόψει άρον-άρον τις σπουδές του.
Το περιστατικό συνέβη οκτώ χρόνια πριν, αλλά μόλις προχθές είδε το φως το δημοσιότητας, μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο -λειτουργώντας ως Εφετείο- ακύρωσε την απόφαση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (αλλά και την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου που απέρριψε αρχικά την αίτηση του φοιτητή για ακύρωση της απέλασής του), κρίνοντας ότι η τότε διοίκηση είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας. Ενώ, δηλαδή, θα μπορούσε να του επιβληθεί ένα πρόστιμο, επιλέχθηκε η επαχθέστερη τιμωρία, που είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή των σπουδών του νεαρού από την Μπαγκλαντές, καθώς επίσης την απώλεια χρόνου αλλά και των χρημάτων που ο ίδιος είχε ήδη καταβάλει για τη φοίτησή του.
Και εκεί που οι κρατικές υπηρεσίες αποφάσισαν να το παίξουν «τύπος και υπογραμμός», εξαντλώντας την αυστηρότητά τους σε ό,τι αφορά το ακανθώδες ζήτημα της παράνομης εργασίας σε έναν νόμιμο -κατά τ’ άλλα- αλλοδαπό φοιτητή, τώρα καλούνται να πληρώσουν (και εμείς μαζί τους, εννοείται) έξοδα 6.000 ευρώ για τις δύο δίκες, συν το ποσό των αποζημιώσεων που δικαιούται να αξιώσει από την Κυπριακή Δημοκρατία ο φοιτητής, μέσω δικαστηρίου.
Αυτή η «α λα καρτ» μας αυστηρότητα δεν απέχει και πολύ από τον επιλεκτικό μας ρατσισμό. Μη δούμε Σύρο, Αφγανό, Ιρανό ή Πακιστανό μετανάστη. Αμέσως, να τον κατηγορήσουμε για αλλοίωση του δημογραφικού μας χαρακτήρα και καταστροφή του κοινωνικού μας ιστού. Μη δούμε μελαμψό ξένο να στέκεται δίπλα μας. Αμέσως, να σφίξουμε λίγο παραπάνω τις τσάντες μας. Ενώ, αν εμφανιστεί μπροστά μας κάνας Ρώσος, Ουκρανός ή Κινέζος -ενίοτε και Μαλαισιανός- δισεκατομμυριούχος, του στρώνουμε χαλί να περάσει και του δίνουμε και την κυπριακή υπηκοότητα στα τσάκα μπαμ. Αυτοί είμαστε, δυστυχώς. Μόνο που, ο ρατσισμός πληρώνεται. Και πολλές φορές το τίμημα είναι βαρύ. Όσο επιμένουμε να κάνουμε διακρίσεις και να μεταχειριζόμαστε δυσμενώς συνανθρώπους μας εξαιτίας της καταγωγής ή του χρώματος της επιδερμίδας τους, θα συνεχίσουμε να βάζουμε και βαθιά το χέρι στην τσέπη για να πληρώνουμε δικαστικά έξοδα και αποζημιώσεις, όπως αυτές που ήρθαν και μας βρήκαν σήμερα, οκτώ χρόνια μετά που αποφασίσαμε να απελάσουμε έναν φοιτητή από την Μπαγκλαντές, επειδή «εγκλημάτησε» δουλεύοντας μια μέρα στις οικοδομές χωρίς άδεια.