«Ούτως ή άλλως οδεύοντας προς τις εκλογές, ο καθένας θα βγάλει από το ταγάρι του ό,τι έχει. Αυτό ακριβώς θα πράξουμε και εμείς». Με αυτή τη λαϊκή ρήση για το ταγάρι απαντούσε ο Ερντογάν σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι η αντιπολίτευση συνδέει την πρόσφατη βομβιστική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη με τις επερχόμενες εκλογές στην Τουρκία. Η δήλωση αυτή έγινε στις 17 Νοεμβρίου κατά την επιστροφή του Προέδρου της Τουρκίας από τη σύνοδο των G-20 στην Ινδονησία. Δύο μέρες μετά, ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί της τουρκικής αεροπορίας σε περιοχές της βόρειας Συρίας και του Ιράκ. Τις επόμενες μέρες εντάθηκαν και οι πληροφορίες για τους σχεδιασμούς διεύρυνσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων με χερσαίες δυνάμεις. Κάπως έτσι λοιπόν, μέσα σε διάστημα λίγων ημερών η επικαιρότητα και το κλίμα στην Τουρκία, άλλαξαν δραματικά. Όλες οι υποψίες και οι γκρίζες ζώνες που άφησε πίσω της η τραγική στιγμή της βομβιστικής επίθεσης, πέρασαν στο περιθώριο. Χάθηκαν στα συντρίμμια των αεροπορικών επιθέσεων που ακολούθησαν. Η κοινωνία βρέθηκε ενώπιον του καλέσματος μιας εθνικιστικής ευθυγράμμισης με τον λόγο του ηγέτη. Είναι αυτές ακριβώς τις στιγμές που εκμεταλλεύτηκε ο Ερντογάν για να ορίσει το πολιτικό πεδίο της αντιπαράθεσης και να επιβάλει ποια ερωτήματα μπορούν να ερωτηθούν.

Είναι γεγονός ότι μέσα από τον καταιγισμό των ερωτηματικών της τρομοκρατικής επίθεσης στη λεωφόρο Ιστικλάλ την 13η Νοεμβρίου, η οποία και λειτούργησε ως αφορμή για τα επόμενα γεγονότα, υπάρχει κάτι ξεκάθαρο και σημαντικό: Η στρατιωτική επιχείρηση στα βόρεια της Συρίας 

–ανεξαρτήτως του τρόπου που θα εξελιχθεί– αποτέλεσε ένα από τα ελάχιστα «πράγματα» που έμειναν στο ταγάρι του Ερντογάν στον δρόμο των ιστορικών εκλογών του 2023. Η ενεργοποίηση του στρατού ως τέτοια, μπορεί να μην είναι αυστηρά και μονοδιάστατα προεκλογική. Όμως οι τάσεις που φαίνεται ότι έχουν απελευθερωθεί από αυτή, επηρεάζουν σε καθοριστικό βαθμό την πολιτική ισορροπία δυνάμεων μέχρι και την κάλπη. Άλλωστε το κλίμα πολεμικής πόλωσης σε περίοδο εκλογών, δεν είναι καθόλου άγνωστο για την τουρκική κοινωνία. Μόνο τη διετία 2017 – 2019 πραγματοποιήθηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (δημοψήφισμα, βουλευτικές – προεδρικές και δημοτικές) μετά από τρεις διαφορετικές στρατιωτικές επεμβάσεις στα βόρεια της Συρίας. Ένα από τα βασικά ερωτήματα λοιπόν, σχετίζεται κυρίως με το ποιους στόχους θέλει να εξυπηρετήσει ο Ερντογάν σε μια τέτοια κρίσιμη συγκυρία για την εξουσία του. Ποιες είναι οι εξωτερικές και ποιες οι εσωτερικές πτυχές που αλληλοσυμπληρώνονται και επηρεάζουν την κατασκευή μιας συγκεκριμένης κοινής γνώμης;

Η εξωτερική πολιτική

Τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, η Συρία και οι ανακατατάξεις στις βόρειές της περιοχές είναι ίσως το μοναδικό θέμα «εξωτερικής πολιτικής» που απασχόλησε τόσο έντονα ολόκληρη την τουρκική κοινωνία. Μέσα σε αυτή την περίοδο ο Ερντογάν ακολούθησε τον κλασσικό δικό του τρόπο πολιτικής. Σε κάθε κρίσιμη συγκυρία αλλαγής των ισορροπιών προχωρούσε άμεσα σε αναπροσαρμογή των θέσεων της Άγκυρας. Σήμερα κατέληξε στη θέση ότι μετά τις εκλογές του 2023 επιθυμεί «ένα νέο ξεκίνημα με τον Άσαντ», όπως ο ίδιος το περιέγραψε. Επομένως είναι ξεκάθαρο ότι η διπλωματική και στρατιωτική προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης για το συριακό, έχει ήδη ντε φάκτο συνδεθεί με το αποτέλεσμα της κάλπης. Παράλληλα, η Συρία είναι ένα από τα λίγα παραδείγματα που λόγω και της αλλαγής στάσης της Άγκυρας έναντι του Άσαντ, λειτούργησε ως πλατφόρμα αναζωογόνησης του διαλόγου με τον Πούτιν. Η επιρροή που διεκδικεί η Άγκυρα επί συριακού εδάφους και οι λεπτές ισορροπίες μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ στην περιοχή, μετατράπηκαν σε πλατφόρμα πάνω στην οποία ο Ερντογάν κατάφερε να μετατρέψει τη χώρα του σε παράγοντα της όποιας διευθέτησης του συριακού προβλήματος.

Την ίδια στιγμή, η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για τη νέα στρατιωτική επέμβαση λήφθηκε σε μια συγκυρία γενικότερης διεθνούς ανοχής. Παρά τη σύγκρουση κάποιων συμφερόντων και προσανατολισμών με την Άγκυρα, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο οι ΗΠΑ παραμένουν σχετικά σιωπηλές. Δείχνουν προς την πλευρά του Ερντογάν ότι κατανοούν την «αντιτρομοκρατική διάσταση» της πολιτικής του και επαναλαμβάνουν απλώς ότι «ανησυχούν» από την πιθανότητα μιας γενικότερης κλιμάκωσης. Ωστόσο, η Άγκυρα συνειδητοποιεί πλήρως ότι ακόμα κρατά στα χέρια της το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ με Σουηδία και Φινλανδία και φαίνεται να θέλει να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια ανταλλαγών για θέματα που την ενδιαφέρουν όπως η περιφερειακή διάσταση του κουρδικού προβλήματος.

Οι εσωτερικές εξελίξεις 

Ακριβώς πριν δέκα χρόνια, ο Ερντογάν έκανε τη γνωστή και «προφητική» του δήλωση ότι «η Συρία αποτελεί εσωτερικό μας θέμα». Όντως μετά από μια δεκαετία, η κατάσταση στη Συρία, οι εξελίξεις με το εκεί κουρδικό κίνημα, το μεταναστευτικό και η εξέλιξη της συριακής αντιπολίτευσης, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που προκαλούν κοινωνικές ρωγμές στην ίδια την Τουρκία. Δεν είναι μάλιστα καθόλου μακρινό το ενδεχόμενο, αυτά τα στοιχεία να επηρεάσουν με τον τρόπο τους και την εκλογική συμπεριφορά της τουρκικής κοινωνίας.

Ο Ερντογάν είναι ο πρώτος που μπορεί να συνειδητοποιήσει το ρίζωμα του συριακού ως ένα τουρκικό κοινωνικοοικονομικό ζήτημα. Όσο η κατάσταση στη Συρία επηρεάζει το κουρδικό πρόβλημα και όσο το κουρδικό πρόβλημα αποκτά εντονότερες περιφερειακές διαστάσεις, τόσο πιο πολωτική γίνεται και η κατάσταση που περιβάλλει ιδιαίτερα την αντιπολίτευση εντός Τουρκίας. Όπως είναι γνωστό, η βασική αντιπολίτευση ενάντια στον Ερντογάν αποτελείται από δύο κύρια μέρη. Στη μια πλευρά βρίσκεται το «τραπέζι των έξι», στο οποίο περιλαμβάνεται το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα και το Καλό Κόμμα της Άκσενερ. Από την άλλη βρίσκεται το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών με μια πλειάδα αριστερών οργανώσεων που δημιούργησαν την τρίτη συμμαχία ενόψει των εκλογών. 

Το επίκεντρο του Ερντογάν σε πρώτη φάση είναι το πώς θα αναπαράξει τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις στο «τραπέζι των έξι». Η επιστροφή του κουρδικού προβλήματος με τέτοια ένταση στην καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση, μπορεί να ευνοήσει τον κυβερνητικό συνασπισμό εφόσον μεταφέρει πιέσεις και διλήμματα προς το Καλό Κόμμα της Άκσενερ. Το εθνικιστικό υπόβαθρο του κόμματος αυτού, έστω και κοσμικό, δεν μπορεί να μείνει «ασυγκίνητο» μπροστά σε ένα νέο γύρο εθνικιστικού παροξυσμού ενάντια στο κουρδικό κίνημα. Καθόλου τυχαία, ο ίδιος ο Ερντογάν κάλεσε την πρόεδρο του Καλού Κόμματος να εγκαταλείψει την αντιπολιτευτική συμμαχία στη βάση του «εθνικά ορθού δρόμου». Η επιτηδευμένη από τον Ερντογάν τοποθέτηση της Άκσενερ στις «εθνικές δυνάμεις» ως το αντίθετο της «αντεθνικής – προδοτικής» αντιπολίτευσης, δεν κουβαλά βεβαίως αυταπάτες μιας αυτόματης ενίσχυσης του κυβερνητικού συνασπισμού με ένα τρίτο κόμμα. Αντίθετα η συντήρηση του κουρδικού προβλήματος στην επικαιρότητα διαμέσου της Συρίας, στέλνει τις πιέσεις στα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία στην πλειοψηφία τους έχουν ένα ξεκάθαρο δεξιό προσανατολισμό. Συνεπώς δεν μπορούν και δεν θέλουν να διαφοροποιηθούν με αυτό που τα ίδια τα αντιπολιτευτικά κόμματα κατανοούν ως «κρατική πολιτική». 

Ιδιαίτερα όμως η περίπτωση του Καλού Κόμματος είναι χαρακτηριστική μιας «εξωτερικής» και έμμεσης νομιμοποίησης των κυβερνητικών επιλογών. Το Καλό Κόμμα της Μεράλ Άκσενερ είναι εκείνο που καταφέρνει πολλές φορές να δίνει τον τόνο της αντιπολίτευσης στο κουρδικό πρόβλημα. Η συνεχής άρνηση της Άκσενερ για διάλογο με το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών και η επιδίωξή της να αντλήσει ακόμα περισσότερους ψήφους από το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, δηλαδή του βασικού εταίρου του Ερντογάν, προωθεί στον δημόσιο χώρο το «γήπεδο» στο οποίο θέλει να παίξει η κυβέρνηση. Δηλαδή το πλαίσιο εκείνο που θέλει να περιορίσει η αντιπολίτευση. Εξαιτίας και του ότι τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης παραμένουν σιωπηλά μπροστά στη δαιμονοποίηση του κουρδικού κινήματος, τελικά ο «εύκολος στόχος» του Ερντογάν είναι να κατασκευάσει το δίλημμά του τι είναι το εθνικά – κρατικά αποδεχτό και να το θέσει ενώπιον του Καλού Κόμματος. 

Η κρίση κράτους που αντιμετωπίζει η Τουρκία τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, είναι ένα από τα κυριότερα ζητήματα των οποίων η λύση είναι σχεδόν απόλυτα συνδεδεμένη με την πορεία του κουρδικού προβλήματος και των εκλογών. Οι κινήσεις του Ερντογάν να κρατά την αντιπολίτευση σε κατάσταση διχασμού λόγω του κουρδικού, σε αυτή τη φάση είναι πετυχημένες. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο εάν η μέθοδος ξεπεράσματος της κρίσης που επιλέγει ο Ερντογάν, θα αναπαράξει την εξουσία του. Σε συνθήκες πολέμου ή σε συνθήκες απειλής πολέμου, οι κοινωνικές προτεραιότητες αλλάζουν. Οι άνθρωποι βγαίνουν βίαια από τη ρουτίνα τους γιατί τους απασχολούν νέα και πιο επείγοντα ζητήματα επιβίωσης. Όμως εκείνο που δεν μπορεί να απαντήσει η συγκεκριμένη στρατιωτική περιπέτεια, είναι το κατά πόσο μπορεί να αφήσει πίσω της ή τουλάχιστον να θολώσει την ουσιαστικότερη οικονομική δυσπραγία του πληθυσμού στην Τουρκία. Ιδιαίτερα εκείνου του πληθυσμού που τουλάχιστον τους τελευταίους μήνες κατέγραψε την τάση απομάκρυνσης από την εξάρτηση της 20χρονης εξουσίας Ερντογάν.  

*Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου