«Όλοι σας και μόνος μου», ήταν ένα από τα συνθήματα του Ερντογάν πριν από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της περασμένης Κυριακής στην Τουρκία. Είχε απέναντι του το σύνολο της αντιπολίτευσης για να υπερασπιστεί τα «κεκτημένα» του στην εξουσία. Η εικοσάχρονη παρουσία του ισλαμοφασίστα Ερντογάν στη διακυβέρνηση της κατοχικής Τουρκίας, τον εδραίωσε σε βαθμό, που να μπορεί να ανατρέψει και τις προβλέψεις, οι οποίες ήθελαν τον συνασπισμό των έξι υπό τον Κιλιτσντάρογλου να επικρατεί. Τον εδραίωσε καθώς όλα αυτά τα 20 και πλέον χρόνια «άλλαξε την Τουρκία», έφτιαξε το δικό του βαθύ κράτος και επέβαλε νοοτροπίες. Άλλαξε βαθμηδόν το πολιτικό DNA των πολιτών, την οπτική γωνία αντιμετώπισης των θεμάτων. Έχει οδηγήσει την κοινωνία σε πιο συντηρητικά πρότυπα, πιο θρησκευτικά, ακραία. Άλλωστε και ο συνασπισμός των έξι, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, συντηρητισμό και δογματισμό εκπέμπει. Το γεγονός είναι πως τα αποτελέσματα δείχνουν πως η Τουρκία οδηγείται όλο και πιο δεξιά, με τον ισλαμισμό να αποτελεί βασική παράμετρο της καθημερινότητας.  Όλα θα κριθούν, βέβαια, στο δεύτερο γύρο των εκλογών, που χρονικά τοποθετείται στις 28 Μαΐου. Ο Ερντογάν, αν κι αυτό δεν μπορεί προεξοφλήσει το αποτέλεσμα, φέρεται να έχει προβάδισμα. Εκτός των άλλων, έχει κερδίσει και τις βουλευτικές εκλογές, γεγονός που θα ενισχύσει το αφήγημα του για «σταθερότητα» στη χώρα. 

Ο Ερντογάν άντεξε, ο Κιλιτσντάρογλου δεν τα κατάφερε και απογοήτευσε σε όσους επένδυσαν σε αυτόν. Η βαθιά οικονομική κρίση στη χώρα, οι επιπτώσεις από τον καταστροφικό σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου, για τον οποίο κατηγορήθηκε το καθεστώς Ερντογάν για τις αντοχές των κτιρίων, δεν έστειλε τον νυν Πρόεδρο στη δεύτερη θέση και κατ΄ επέκταση στα αζήτητα. Την ίδια ώρα, είναι σαφές πως το ποσοστό του υπερεθνικιστή Σινάν Ογάν, που ξεπέρασε το 5%, τον καθιστά σε κάποιο βαθμό ρυθμιστή, με τους αναλυτές να τον τοποθετούν υπέρ του Ερντογάν. Κι αυτό γιατί ο συνασπισμός των έξι είχε την υποστήριξη των Κούρδων. 

Το αποτέλεσμα επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά πως η Τουρκία είναι βαθιά πολωμένη και διχασμένη χώρα. Όλα περιστρέφονται γύρω από τον Ερντογάν και τον ευκαιριακό συνασπισμό της αντιπολίτευσης. Μεταξύ του αλαζονικού εθνικισμού και του «ήπιου». Καμία προοπτική αλλαγής.

Την ίδια ώρα, αναμένοντας το δεύτερο γύρο των εκλογών, που θα βγάλει τον νικητή, το ζητούμενο για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι τι θα αλλάξει. Είτε με Ερντογάν είτε με Κιλιτσντάρογλου, η τουρκική στρατηγική θα είναι η ίδια. Ο Ερντογάν διαμόρφωσε το πλαίσιο, που αφορά την υλοποίηση μιας διαχρονικής επεκτατικής πολιτικής. Προώθησε αυτή την πολιτική μέσα από τη «Γαλάζια Πατρίδα». Χρησιμοποίησε ως βασικό εργαλείο τον μπαμπούλα της στρατιωτικής ισχύος. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στο Ιράκ, τη Συρία, έδειξε τις στρατιωτικές «αρετές» της χώρας. Στην περίπτωση της Ελλάδος και της Κύπρου, κρατούσε «ζωντανό» το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου, επιβάλλοντας συνεχώς τετελεσμένα. Ο Κιλιτσντάρογλου από την άλλη, πρόβαλε το σύνθημα «ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο», αλλά ταυτόχρονα κατηγορούσε τον Ερντογάν πως σε σχέση με τις απειλές κατά της Ελλάδος και της Κύπρου έμενε στα λόγια και ζητούσε από αυτόν πράξεις. Προφανώς και μια νίκη του Κιλιτσντάρογλου θα αλλάξει το κλίμα, καθώς όπως εκτιμάται, αναμένεται ότι θα διαφοροποιήσει τη ρητορική της Άγκυρας. Χωρίς να αλλάζει στρατηγική και στόχους, θα επιχειρήσει να πετύχει περισσότερο «θεσμικά» τις επιδιώξεις του, παρά με πολεμικές ιαχές. Τούτο, θεωρεί,  ότι θα του προσφέρει και το επιδιωκόμενο, έχοντας στήριξη από τους δυτικούς παίκτες, που θα θέλουν να τον προσεγγίσουν και να τον… σφιχταγκαλιάσουν. 

Εάν κερδίσει ο Κιλιτσντάρογλου θα είναι, λίγο-πολύ, δεσμευμένος από την 20ετη πολιτική του Ερντογάν, την οποία καθορίζει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Εάν κερδίσει ο νυν Πρόεδρος, που αυτό διαφαίνεται, τότε προφανώς θα εκληφθεί από τον ίδιον ως να έχει το ελεύθερο να προχωρήσει στα όσα προεκλογικά πρόβαλλε έναντι της Ελλάδος, της Κύπρου, των Κούρδων.