Άλλη διάσταση στην υπόθεση η οποία προέκυψε από δηλώσεις του Οδυσσέα Μιχαηλίδη για την απόφαση παύσης του από το Συμβούλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την αστυνομική έρευνα που ακολούθησε, δίνει ο δικηγόρος Μιχάλης Παρασκευάς σε ένα ενδιαφέρον από νομικής σκοπιάς άρθρο του. Συγκεκριμένα, αναλύει με νομικούς όρους γιατί, κατά την άποψή του, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της καταφρόνησης δικαστηρίου από τις δηλώσεις του τέως Γενικού Ελεγκτή.

Ο κ. Παρασκευάς εξηγεί με νομικούς όρους, ότι το Συμβούλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου συγκαλείται για ειδικούς λόγους και δεν θεωρείται δικαστήριο. Ως εκ τούτου, η έρευνα εναντίον του κ. Μιχαηλίδη στη βάση του του άρθρου 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου περί καταφρόνησης Δικαστηρίου, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί.

Άκρως ενδιαφέρουσα είναι η θέση του κ. Παρασκευά και αναφορικά με τη μαζική λήψη καταθέσεων από δημοσιογράφους αναφορικά με τις δηλώσεις Οδυσσέα Μιχαηλίδη.

Το πλήρες κείμενο του κ. Μιχάλη Παρασκευά είναι το ακόλουθο:

«Πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις του τέως Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη πυροδότησαν ακαριαία αντίδραση από τις αρχές. Ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε εντολή στην Αστυνομία να διερευνήσει ενδεχόμενο αδίκημα καταφρόνησης δικαστηρίου για όσα ανέφερε ο κ. Μιχαηλίδης σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου που οδήγησε στην παύση του.

Στο πλαίσιο της έρευνας, ανακριτές κάλεσαν με ασυνήθιστη σπουδή όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και δημοσιογράφους που τον φιλοξένησαν σε τηλεοπτικές εκπομπές όπου έγιναν οι επίμαχες δηλώσεις.

Η κλήση δημοσιογράφων για λήψη καταθέσεων, τη στιγμή που οι επίμαχες φράσεις είχαν ήδη μεταδοθεί δημόσια, είναι τουλάχιστον προβληματική, αφού προφανώς δεν εξυπηρετεί την εξακρίβωση των γεγονότων, παρά μάλλον εκλαμβάνεται ως προσπάθεια εκφοβισμού όπως αυτό ερμηνεύθηκε πλειστάκις και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ως chilling effect.

Το “chilling effect («αποτρεπτική επίδραση») είναι ένας νομικός και πολιτικός όρος που περιγράφει το φαινόμενο αυτολογοκρισίας λόγω φόβου, δηλαδή την έμμεση καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης, λόγω φόβου o οποίος παγώνει (καταστέλλει) την άσκηση κριτικής και λαμβάνει χώρα όταν κρατικοί αξιωματούχοι, δημοσιογράφοι ή ακόμη και απλοί πολίτες αυτολογοκρίνονται, όχι επειδή απαγορεύεται ρητά αυτό που λένε ή γράφουν, αλλά επειδή φοβούνται ότι αν μιλήσουν, θα υποστούν νομικές συνέπειες, ταλαιπωρία εν γένει ή άλλες αρνητικές συνέπειες.

Ήδη από τη δεκαετία του 1990, το ΕΔΔΑ με αποφάσεις του όπως στην υπόθεση Jersild κατά Δανίας (1994), έθεσε συγκεκριμένα πλαίσια σε σχέση με το chilling effect. Στην υπόθεση εκείνη, ένας δημοσιογράφος είχε καταδικαστεί ποινικά επειδή σε τηλεοπτικό ρεπορτάζ πρόβαλε δηλώσεις τρίτων με ρατσιστικό περιεχόμενο. Το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι η τιμωρία ενός δημοσιογράφου απλώς και μόνο επειδή μετέδωσε δηλώσεις άλλου προσώπου θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την συμβολή του Τύπου στη δημόσια συζήτηση.

Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι τέτοιου είδους κυρώσεις έχουν αποτρεπτική επίδραση στον ρόλο του Τύπου ως «δημόσιου φύλακα» (public watchdog). Αν οι δημοσιογράφοι φοβούνται ότι μπορεί να διωχθούν επειδή φιλοξένησαν αμφιλεγόμενες απόψεις τρίτων, θα αποφεύγουν να καλύπτουν κρίσιμα αλλά ευαίσθητα ζητήματα  και αυτό αποτελεί chilling effect που υπονομεύει την ελευθερία ενημέρωσης.

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο δεν είναι η ίδια η λήψη κατάθεσης, είναι το μήνυμα που αυτή εκπέμπει: ότι ακόμη και η δημοσιογραφική φιλοξενία κάποιου μπορεί να επιφέρει έλεγχο από τις διωκτικές αρχές. Πρόκειται για αστυνόμευση του λόγου, που έχει σκοπό όχι να εντοπίσει το αδίκημα (αφού η δήλωση είναι δημόσια και καταγεγραμμένη), αλλά να τρομοκρατήσει τους μετέχοντες στον δημόσιο διάλογο.

Η υπόθεση όμως αυτή εγείρει και ένα κορυφαίο νομικό ερώτημα ουσίας: μπορεί όντως να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της καταφρόνησης δικαστηρίου στην περίπτωση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη; Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η έρευνα της Αστυνομίας εστιάζει σε διατάξεις του άρθρου 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου περί καταφρόνησης Δικαστηρίου, που προβλέπουν ότι διαπράττει πλημμέλημα όποιος, δημοσιεύει ή εκφέρει λόγο ή πράξη σκανδαλώδους φύσης σε σχέση με οποιοδήποτε δικαστήριο που έχει εκδώσει απόφαση σε κάποια δικαστική διαδικασία. Πρόκειται ουσιαστικά για τη θεσμοθετημένη μορφή του κοινοδικαίου αδικήματος του “scandalising the court”, που στοχεύει στην προάσπιση του κύρους και της αξιοπιστίας της δικαιοσύνης.

Στην περίπτωση του κ. Μιχαηλίδη, όμως, τίθεται ένα κομβικό ζήτημα: το όργανο που εξέδωσε την απόφαση παύσης του δεν ήταν ένα τυπικό δικαστήριο αλλά το Συμβούλιο που καθιδρύεται δυνάμει του Άρθρου 153§8 του Συντάγματος και το οποίο είναι επιφορτισμένο με τον πειθαρχικό έλεγχο των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων ανεξάρτητων αξιωματούχων. Η φύση του είναι sui generis. Το γεγονός ότι τα μέλη του είναι οι δικαστές του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν το ταυτίζει με το ίδιο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο το οποίο καθιδρύεται δυνάμει του Άρθρου 133 του Συντάγματος. Αν επρόκειτο για ταυτόσημο όργανο, το Σύνταγμα δεν θα προνοούσε ξεχωριστά στα Άρθρα 133 και 153§8 την καθίδρυσή του. 

Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Rikkos Erotokritou v. Cyprus 15783/16,   25/5/21, σημείωσε ότι η αποπομπή του αιτητή ήταν απόρροια της διαπίστωσης “misconduct” (ανάρμοστης συμπεριφοράς) κατά το άρθρο 153(7)(4) Συντάγματος, και ότι αυτή η διαδικασία δεν ανήκει στη σφαίρα του ποινικού δικαίου αλλά έχει αμιγώς πειθαρχικό χαρακτήρα.

Το ίδιο το Συμβούλιο στην απόφαση του ημερομηνίας 25/6/2015 στην Αίτηση 1/2015 που αφορούσε την εξαίρεση του Προέδρου του από τη διαδικασία απόλυσης του Ρίκκου Ερωτοκρίτου,  αποφάνθηκε ξεκάθαρα ότι το Συμβούλιο δεν είναι Δικαστήριο: «Δεδομένων, όμως, των καθηκόντων του παρόντος Συμβουλίου, το οποίο δεν είναι Δικαστήριο..»

Ο περί Δικαστηρίων Νόμος ορίζει ρητά ποια όργανα θεωρούνται “δικαστήρια”, ποιες διαδικασίες εμπίπτουν στον περί δικαστηρίων νόμο και ποιο είναι το “δικαστήριο που εξέδωσε απόφαση σε δικαστική διαδικασία” για το οποίο μπορεί να εξεταστεί θέμα καταφρόνησης. Με βάση και την προαναφερόμενη νομολογία τίθεται εύλογα το ερώτημα πού βάσισε ο Γενικός Εισαγγελέας την άποψη ότι το Συμβούλιο είναι δικαστήριο υπό την έννοια του νόμου.

Η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι ούτε λογοπαίγνιο ούτε τυπολατρία. Στο ποινικό δίκαιο, όπου απαιτείται απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, οι τυπικές προϋποθέσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο με το τυπικό πολλές φορές να συμπίπτει με την ουσία. Το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή «nullum crimen sine lege» (κανένα έγκλημα χωρίς νόμο) υπαγορεύουν ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί για μια πράξη που δεν προβλέπεται σαφώς ως αξιόποινη από τον νόμο. Εάν λοιπόν ο νομοθέτης χρησιμοποίησε τον όρο “δικαστήριο” και όχι π.χ. οποιοδήποτε δικαιοδοτικό όργανο ή συμβούλιο, δεν επιτρέπεται η διασταλτική ερμηνεία σε βάρος του κατηγορουμένου. Με απλά λόγια, αν το Συμβούλιο δεν θεωρείται δικαστήριο υπό το άρθρο 44, η κατηγορία της καταφρόνησης δεν μπορεί να σταθεί δικαστικά.

Το αναφέρω αυτό χωρίς να εξετάζω καθόλου κατά πόσο οι δηλώσεις του τέως Γενικού Ελεγκτή συνιστούν καταφρόνηση ή όχι.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτή η θέση δεν εκφέρεται με πρόθεση απαξίωσης του Συμβουλίου ή των μελών του και σε καμιά περίπτωση δεν ισχυρίζομαι ότι δεν χρήζουν της δέουσας προστασίας. Πρόκειται καθαρά για νομική τυπολογία που όμως έχει ουσία. Ο νόμος, ως έχει σήμερα, δεν φαίνεται να έχει προβλέψει ρητά την περίπτωση προσβολής του Συμβουλίου. Και στο ποινικό δίκαιο, όπου το βάρος απόδειξης είναι αυστηρό και απαιτείται απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όταν ένα κενό τέτοιου είδους υπάρχει, δεν επιτρέπεται να “καλυφθεί” εκ των υστέρων επεκτείνοντας το γράμμα του νόμου. Μια ποινική διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί διασταλτικά σε βάρος πολίτη για να καλύψει περιπτώσεις που ο νομοθέτης δεν συμπεριέλαβε ρητά.

Από την πλευρά της Δικαιοσύνης, είναι απολύτως θεμιτό και αναμενόμενο να αντιδρά όταν βάλλεται η ακεραιότητά της. Η εμπιστοσύνη του κοινού στα δικαστήρια είναι εύθραυστη και πολύτιμη, και η προστασία της είναι καθήκον. Ωστόσο, τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για αυτήν την προστασία δεν θα πρέπει να υπονομεύουν άλλες εξίσου σημαντικές αρχές, όπως είναι η ελευθερία της έκφρασης. Πιστεύω είναι καιρός, ο συγκεκριμένος νόμος που έκλεισε αισίως την ηλικία των 65 ετών να εκσυγχρονιστεί ώστε να συνάδει με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περί της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου».