Στα χέρια της Αστυνομίας θα παραμείνουν τα κατασχεθέντα τεκμήρια από τη Μονή Οσίου Αββακούμ στο Φτερικούδι. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα του καθαιρεθέντα αρχιμανδρίτη Νεκτάριου για ακύρωση του διατάγματος κατακράτησης των βίντεο από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που λειτουργούσε στη Μονή.

Σε απόφαση του Ανωτάτου αποκαλύπτονται και άγνωστες πτυχές της υπόθεσης για το πώς το βίντεο έφτασε στα χέρια του Μητροπολίτη Ησαΐα και τι περιείχε, που τελικά οδήγησε στο εδώλιο τον ίδιο τον Επίσκοπο, τον τέως μοναχό και τον καθαιρεθέντα αρχιμανδρίτη Βαρνάβα που το πήρε από τη Μονή.

Ο μοναχός Νεκτάριος ζήτησε από το Ανώτατο, μέσω του δικηγόρου του Ευστάθιου Ευσταθίου, άδεια για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων ημερ. 3.7.2025 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. 

Ισχυριζόταν ότι το διάταγμα κατακράτησης των τεκμηρίων εξεδόθη καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, καθότι εξεδόθη χωρίς να προϋπάρχει νόμιμη κατάσχεση, χωρίς να ακουστεί προηγουμένως ο αιτητής, ότι το κατώτερο Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα τελούσε σε ουσιώδη πλάνη επί νομικού ζητήματος, καθότι δεν υπήρχε νόμιμη κατάσχεση και δεν έλαβε υπόψη ούτε και εφάρμοσε τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (Κανονισμός ΕΕ 2016/679) και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου του 2018, Ν.125(Ι)/2018, επειδή τα τεκμήρια αφορούσαν ειδικά και ή ευαίσθητα προσωπικά και ή θρησκευτικά δεδομένα. 

Όπως αναφέρεται σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην ένορκη δήλωση του Νεκτάριου, η οποία συνοδεύει την Αίτηση, αναφέρεται ότι με βάση τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, οποιαδήποτε πράξη παράδοσης ή διάθεσης τεκμηρίων της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ από τρίτο πρόσωπο, ήτοι τη Μητρόπολη Ταμασού, χωρίς τη συγκατάθεση του Ηγούμενου, ήταν νομικά ανίσχυρη. Ο Αιτητής αναφέρει ότι στις 5.3.2024, κατόπιν αιφνίδιας και βίαιης εισβολής στη Μονή από είκοσι πρόσωπα, εκ των οποίων κληρικοί και άτομα με καλυμμένα πρόσωπα, κάποιοι μοναχοί υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τη Μονή και τα εν λόγω πρόσωπα άλλαξαν τις κλειδαριές, με αποτέλεσμα τη φυσική κατοχή της Μονής και την κατακράτηση των τεκμηρίων που αφορούν στο υπό κρίση διάταγμα χωρίς νόμιμη εξουσία. 

Σύμφωνα με τον Αιτητή, τα τεκμήρια περιλαμβάνουν προσωπικά έγγραφα μοναχών, πνευματικές συνομιλίες, εξομολογητικές συζητήσεις, θρησκευτικά αρχεία, εικόνες και βίντεο προσώπων της Μονής. Επαναλαμβάνει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση, υποστηρίζοντας ότι το διάταγμα εξεδόθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας, νομική πλάνη και κατά κατάφωρη παραβίαση συνταγματικών, ευρωπαϊκών και δικονομικών εγγυήσεων.

Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας για κατακράτηση των τεκμηρίων αυτών, αναφέρεται ότι διερευνούντο αδικήματα κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018, τα οποία φέρονταν να διαπράχθηκαν μεταξύ 2023 και 5.3.2024. Συγκεκριμένα, στις 8.3.2024 ο Μητροπολίτης Ταμασού & Ορεινής Ησαΐας Κυκκώτης προέβη σε καταγγελία για τη διάπραξη αδικημάτων οικονομικής φύσης από τον Αιτητή που ήταν ο ηγούμενος στη Μονή Οσίου Αββακούμ. 

Όπως ο καταγγέλλων ανέφερε, τα γεγονότα περιήλθαν εις γνώση του κατόπιν πληροφόρησης από μέλος της αδελφότητας της Μονής, ήτοι τον Αρχιμανδρίτη Βαρνάβα, ο οποίος είχε πρόσβαση στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που υπήρχε εγκατεστημένο στη Μονή. Εν γνώσει του Αιτητή και των υπόλοιπων μελών της αδελφότητας της Μονής, είχε τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της Μονής οπτικοακουστικό σύστημα παρακολούθησης, στο οποίο όλα τα μέλη είχαν πρόσβαση. Κατόπιν συνέχισης της παρακολούθησης, με οδηγίες του Μητροπολίτη, ο τελευταίος αποφάσισε να προβεί σε εκκλησιαστικές ανακρίσεις βάσει του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου. 

Στο πλαίσιο των ανακρίσεων, στις 5.3.2024 παρελήφθη κινητή περιουσία από τη Μονή, μεταξύ άλλων και το καταγραφικό του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης το οποίο μεταφέρθηκε στη Μητρόπολη Ταμασού. Σύμφωνα πάντα με τον όρκο, στις 9.3.2024 οι μοναχοί της Μονής, συμπεριλαμβανομένου και του Αιτητή, προέβησαν σε καταγγελία εναντίον του Μητροπολίτη και άλλων προσώπων για διάφορα ποινικά αδικήματα τα οποία φέρονταν να διαπράχθηκαν μεταξύ 5 και 6 Μαρτίου του 2024, μεταξύ των οποίων και αδικήματα κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018. 

Για τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων, συγκροτήθηκε ειδική ομάδα και στο πλαίσιο διερεύνησης τους ο Μητροπολίτης παρέδωσε οικειοθελώς στην Αστυνομία τρεις ηλεκτρονικές συσκευές οι οποίες περιείχαν δεδομένα, βίντεο με οπτικοακουστικό υλικό, το οποίο κατέγραψε το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της Μονής. Αφού έγινε εξαγωγή των δεδομένων στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων, διαπιστώθηκε πως υπήρχαν καταγραφές – βίντεο με οπτικοακουστικό υλικό, οι πλείστες από εσωτερικές κάμερες στο γραφείο του Αιτητή, όπου είχε συναντήσεις με διάφορα πρόσωπα. Περιλαμβάνουν εξομολογήσεις και κάποια από τα πρόσωπα που φαίνονται στα βίντεο επιβεβαίωσαν τις συναντήσεις τους με τον Αιτητή. 

Αφού τα βίντεο διέρρευσαν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η Επίτροπος Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων προχώρησε στη διενέργεια αυτεπάγγελτου ελέγχου και εντόπισε ποινικές ευθύνες εναντίον του Μητροπολίτη και άλλων για την εγκατάσταση, λειτουργία και επεξεργασία των εκεί καταγραφόμενων δεδομένων. Έτσι σχηματίστηκε ο ποινικός φάκελος και στα πλαίσια των εξετάσεων παραλήφθηκε ο δίσκος που είχε δοθεί στη δημοσιότητα. 

Με τη συμπλήρωση των ανακρίσεων, ο φάκελος διαβιβάστηκε στη Νομική Υπηρεσία και δόθηκαν οδηγίες για την ποινική δίωξη του Μητροπολίτη και άλλων για αδικήματα κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018. Εξ ου και ζητείται η κατακράτηση των τεκμηρίων για την ολοκλήρωση των εξετάσεων και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Με βάση τα ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δεδομένα, προκύπτει πως η Αστυνομία παρέλαβε και κατείχε τα εν λόγω τεκμήρια, κατόπιν οικειοθελούς παράδοσης τους από πλευράς της Μητρόπολης Ταμασού στο πλαίσιο των ερευνών για τη φερόμενη διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση του Ν.125(Ι)/2018, εναντίον του Μητροπολίτη, του Αρχιμανδρίτη Βαρνάβα και άλλων προσώπων.

Σύμφωνα με το Ανώτατο, το γεγονός ότι τα τεκμήρια παραχωρήθηκαν οικειοθελώς δεν διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων αναφορικά με το ότι αυτά περιήλθαν στην κατοχή της Αστυνομίας η οποία και τα κατέσχε.

Το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση Νεκτάριου ότι το εν λόγω υλικό ενέπιπτε εντός της προστασίας της Ιεράς Μονής, η οποία συνιστά αυτοτελή εκκλησιαστική οντότητα, αφού έκρινε ότι αυτή είναι Επαρχιακή Μονή και όχι Σταυροπηγιακή και ως τέτοια υπόκειται στον έλεγχο του Αρχιερέως της επαρχίας στην οποία βρίσκεται. Επομένως, διαφαίνεται ότι η παράδοση του υλικού που έγινε εκ μέρους της Μητρόπολης η οποία έχει υπό την ευθύνη της τη Μονή, έγινε νομότυπα και νόμιμα. 

Μετά τα ευρήματα το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα Νεκτάριου.