Η Κύπρος έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια τρία καταστροφικά περιστατικά δασικών πυρκαγιών, με κοινό παρονομαστή τις ακραίες μετεωρολογικές συνθήκες: Τη Σολέα το 2016, τον Αρακαπά το 2021 και, πιο πρόσφατα, την καταστροφική πυρκαγιά στη Μαλιά τον Ιούλιο του 2025. Η συγκριτική ανάλυση των στοιχείων από τους μετεωρολογικούς σταθμούς των περιοχών αποτυπώνει μια σαφή κλιμάκωση της επικινδυνότητας των φαινομένων, με τον παράγοντα «άνεμος» να αποδεικνύεται καταλυτικός.

Η πυρκαγιά στη Σολέα, η οποία εκδηλώθηκε το διάστημα 17–22 Ιουλίου 2016, βρήκε την περιοχή αντιμέτωπη με εξαιρετικά ξηροθερμικές συνθήκες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του πλησιέστερου σταθμού στον Καλοπαναγιώτη, καταγράφηκαν θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους 35°C, με κορυφώσεις κοντά στους 39°C. Η σχετική υγρασία κατέβαινε κάτω από το 20%-25% κατά τις θερμές ώρες, ενώ οι άνεμοι έπνεαν με μέση ένταση γύρω στα 3 μέτρα ανά δευτερόλεπτο (περίπου 11 χλμ/ώρα), με ριπές που άγγιξαν τα 8 μ./δευτ. (30 χλμ/ώρα). Παρ’ ότι οι άνεμοι δεν χαρακτηρίστηκαν ως ισχυροί, η παρατεταμένη ξηρασία, σε συνδυασμό με το δύσβατο ορεινό έδαφος, συνέβαλαν στην ταχύτατη εξάπλωση της πυρκαγιάς, η οποία άφησε πίσω της τεράστιες καταστροφές.

«Οι μετρήσεις δείχνουν καθαρά την επικίνδυνη αλληλουχία θερμότητας – ξηρότητας – ανέμων που συνδέεται με τη γρήγορη εξάπλωση της πυρκαγιάς στη Σολέα», σύμφωνα με το Τμήμα Μετεωρολογικής Υπηρεσίας.

Πέντε χρόνια αργότερα, στις 3-5 Ιουλίου 2021, η φονική πυρκαγιά στον Αρακαπά σημειώθηκε υπό ακόμη πιο ακραίες συνθήκες. Στοιχεία από τον μετεωρολογικό σταθμό στην Επταγώνια καταδεικνύουν θερμοκρασίες της τάξης των 32–35°C, με σχετική υγρασία μόλις 12–20%. Οι άνεμοι ήταν αυτή τη φορά καθοριστικός παράγοντας: ριπές έως 66 χλμ/ώρα (8 μποφόρ) προκάλεσαν εκρηκτική συμπεριφορά της φωτιάς, η οποία επεκτάθηκε ανεξέλεγκτα μέσα σε λίγες ώρες. Το συμβάν αυτό απέδειξε πως η παρουσία ισχυρών ριπών σε περιβάλλον καύσωνα μπορεί να μετατρέψει μια εστία σε καταστροφή.

Το πλέον ανησυχητικό περιστατικό εκδηλώθηκε στις 23-25 Ιουλίου του 2025 στην κοινότητα Μαλιών. Η πυρκαγιά ξεκίνησε το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου και οι συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την ώρα αγγίζουν τον ορισμό του λεγόμενου explosive fire behaviour. Σύμφωνα με τα στοιχεία του μετεωρολογικού σταθμού στη Μαλιά, στις 2:30μ.μ. της ίδιας ημέρας καταγράφηκαν: Μέση ένταση ανέμου: 25,6 κόμβοι (6 μποφόρ). Ριπή ανέμου: 42,1 κόμβοι (~78 χλμ/ώρα, 9 μποφόρ). Θερμοκρασία: 40°C. Σχετική υγρασία: 20%.

Πρόκειται για συνθήκες εξαιρετικά σπάνιες. Στατιστική ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι ριπές αυτής της έντασης έχουν πιθανότητα εμφάνισης μόλις 0,199% και αυτό μόνο σε καταιγίδες. Το ανησυχητικό στοιχείο στην περίπτωση της Μαλιάς ήταν ότι το φαινόμενο εκδηλώθηκε σε συνθήκες καθαρού ουρανού, χωρίς την παραμικρή καταιγίδα, κάτι που καθιστά το επεισόδιο πρωτοφανές.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της πυρκαγιάς, ο μετεωρολογικός σταθμός της Μαλιάς αποτέλεσε βασικό εργαλείο παρακολούθησης, καθώς οι μετρήσεις του κρίθηκαν ως οι πιο αντιπροσωπευτικές για την περιοχή. Όπως σημειώνει σε σχετικό υπόμνημα προς την υπουργό Γεωργίας ο διευθυντής του Τμήματος Μετεωρολογίας, Φίλιππος Τύμβιος, οι ισχυρές ριπές δεν λειτουργούν μόνο ως μέσο μεταφοράς της φωτιάς (spot fires), αλλά ενισχύουν δραματικά την έντασή της, μεταβάλλοντας απρόβλεπτα την κατεύθυνσή της.

Αξιοσημείωτη, επίσης, είναι η μέγιστη θερμοκρασία των 58,3 βαθμών Κελσίου που καταγράφηκε στον σταθμό στο φράγμα του Κούρρη στις 24 Ιουλίου στις 00:10π.μ., ένδειξη της θερμικής ενέργειας που εκλύθηκε από την πυρκαγιά και επηρέασε ακόμη και γειτονικούς μετεωρολογικούς σταθμούς.

Κατά το χρονικό διάστημα την ώρα έναρξης της πυρκαγιάς, οι μετεωρολογικές συνθήκες που καταγράφηκαν σε όλους τους σταθμούς του Τμήματος Μετεωρολογίας χαρακτηρίζονταν από υψηλές θερμοκρασίες, χαμηλά επίπεδα σχετικής υγρασίας και μέτριας έντασης βορειοδυτικούς ανέμους, οι οποίοι συνοδεύονταν από ισχυρές ριπές.

Οι ριπές ανέμου, (στιγμιαίες αυξήσεις της έντασης του ανέμου) αποτελούν ιδιαίτερα επικίνδυνη μετεωρολογική συνθήκη για τη ραγδαία εξάπλωση των πυρκαγιών. Όχι μόνο παρασύρουν φλεγόμενη καύσιμη ύλη σε μεγάλες αποστάσεις, προκαλώντας νέα μέτωπα (spot fires), αλλά ενισχύουν την ένταση της φλόγας μέσω της αυξημένης παροχής οξυγόνου, προκαλώντας αναζωπυρώσεις. Ιδιαίτερα ανησυχητικός παράγοντας για την πρόγνωση της εξέλιξη μίας πυρκαγιάς είναι το γεγονός ότι οι ριπές συχνά δεν ακολουθούν τη μέση κατεύθυνση του ανέμου, με αποτέλεσμα αιφνίδιες και απρόβλεπτες μεταβολές στην κατεύθυνση της πυρκαγιάς, οι οποίες σε συνδυασμό με το ανάγλυφο και τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή, αυξάνουν κατακόρυφα τον επιχειρησιακό κίνδυνο.

Σύγκριση πυρομετεωρολογικών συνθηκών για τις τρεις πυρκαγιές

Η ανάλυση των τριών μεγάλων πυρκαγιών αποκαλύπτει την κλιμάκωση της επικινδυνότητας:

Το 2016, η Σολέα πλήγηκε από παρατεταμένη ξηρασία, με υψηλές θερμοκρασίες και χαμηλή υγρασία να τροφοδοτούν την καύσιμη ύλη, με μέτριους ανέμους, οι οποίοι, ωστόσο, ήταν επαρκείς για δύσκολη κατάσβεση.

Το 2021, ο Αρακαπάς επλήγη από τον συνδυασμό καύσωνα και θυελλωδών ανέμων, που προκάλεσε ασυνήθιστα γρήγορη και φονική εξάπλωση.

Το 2025, στα Μαλιά, η Κύπρος βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο ακόμα πιο σπάνιο και επικίνδυνο, σχεδόν «εκρηκτικό», θερμοκρασία 40°C, σχετική υγρασία 20% και ριπές 42 κόμβων.

Κατά την πυρκαγιά στη Σολέα (2016), οι θερμοκρασίες ανήλθαν έως τους 39°C, με σχετική υγρασία που υποχώρησε στο 15%. Παρά το γεγονός ότι οι άνεμοι κυμάνθηκαν σε μέτρια επίπεδα (ριπές έως 18 κόμβους, 5 μποφόρ), η παρατεταμένη ξηροθερμία σε συνδυασμό με το ορεινό ανάγλυφο συνέβαλαν στην ταχεία εξάπλωση της πυρκαγιάς.

Στον Αρακαπά (2021), το επεισόδιο εκδηλώθηκε σε συνθήκες καύσωνα (μέγιστες ~35°C) και πολύ χαμηλής υγρασίας (12%). Ωστόσο, ο καθοριστικός παράγοντας ήταν οι ισχυρές ριπές ανέμου που ανήλθαν σε 36 κόμβους (8 μποφόρ), οδηγώντας σε εκρηκτική συμπεριφορά της φωτιάς και σε εξαιρετικά ταχεία εξάπλωση.

Στην περίπτωση της Μαλιάς (2025), παρατηρήθηκαν ακόμη πιο ακραίες συνθήκες, με θερμοκρασία περίπου 40°C, σχετική υγρασία στο 20% και ριπές που έφτασαν τους 42 κόμβους (9 μποφόρ). Ο συνδυασμός καύσωνα και σχεδόν θυελλωδών ανέμων δημιούργησε συνθήκες μέγιστης επικινδυνότητας, χαρακτηριστικές για «εκρηκτική» συμπεριφορά πυρκαγιάς.

Από την ανάλυση προκύπτει ότι, ενώ και στα τρία περιστατικά ο κοινός παρονομαστής ήταν η έντονη ξηροθερμία, η διαβάθμιση της έντασης των ανέμων αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα που διαφοροποίησε την εξέλιξη και την καταστροφικότητα των πυρκαγιών.

Η μελέτη αυτή δεν αποτελεί μόνο τεκμηρίωση του παρελθόντος, αλλά ένα ισχυρό προειδοποιητικό σήμα για το μέλλον. Σε ένα κλιματικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η παρακολούθηση και πρόγνωση των πυρομετεωρολογικών συνθηκών καθίσταται κρίσιμη, όχι μόνο για την πρόληψη, αλλά για τη στρατηγική διαχείριση καταστροφών που απειλούν ζωές, περιουσίες και φυσικό πλούτο.