Αλλοδαπός στη Λεμεσό φέρεται να χορήγησε σε γυναίκα κοκαΐνη σε τουαλέτες νυχτερινού κέντρου, της άρπαξε το στήθος κι εκείνη σε ημιαναίσθητη κατάσταση πήγε σπίτι της και την επομένη προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία.

Ο αλλοδαπός με αίτησή του στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητούσε την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση του εντάλματος έρευνας της κατοικίας και του αυτοκινήτου του, που εκδόθηκε την 2.6.2025 από δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Το ένταλμα εκδόθηκε με σκοπό τον εντοπισμό των ρούχων που φορούσε καθώς και του κινητού του τηλεφώνου.

Σύμφωνα με σημερινή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν αμφισβητήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία που δικαιολογούσε εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ο αιτητής είχε διαπράξει τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε τεθεί  ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, το βράδυ της 30.5.2025, στις τουαλέτες συγκεκριμένου νυχτερινού κέντρου, ο αιτητής χορήγησε σε γυναίκα (την παραπονούμενη) ουσία από τη μύτη. Η γυναίκα κατέστη ημιαναίσθητη και ο αιτητής φέρεται να της έπιασε το στήθος.

Στη συνέχεια μετέβησαν σε ξενοδοχείο και μετά σε άλλο νυκτερινό κέντρο. Από το νυκτερινό κέντρο η γυναίκα μετέβηκε στην κατοικία της πεζή. Συνήλθε το απόγευμα της 31.5.2025 και την 1.6.2025 η ώρα 00:15 μετέβη στο ΤΑΕ Λεμεσού όπου κατάγγειλε την υπόθεση. Εξέταση των ούρων της κατέδειξε ότι ήταν θετική σε κοκαΐνη, ενώ η παραπονούμενη διατείνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ χρήστης. Η γνωριμία της παραπονούμενης με τον Αιτητή ήταν πρόσκαιρη. Είχαν γνωριστεί νωρίτερα την 30.5.2025 και είχαν ανταλλάξει αριθμούς τηλεφώνων.

Στον όρκο που υποστήριζε το αίτημα της Αστυνομίας αναφέρονταν, ως τα αντικείμενα που αναζητούνταν, τα ενδύματα που φορούσε ο αιτητής κατά τον επίμαχο χρόνο, δηλαδή το βράδυ της εξόδου του με την παραπονούμενη, το ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α’, το κινητό του τηλέφωνο και «για λήψη δειγματοληψιών». Καθ’ όσον αφορά τα ενδύματα επιχειρηματολόγησε ο αιτητής ότι δεν περιγράφονται στον αστυνομικό όρκο. Συγκεκριμενοποιούνται, ωστόσο, ως τα ενδύματα που ο αιτητής «φορούσε κατά τον επίμαχο χρόνο». Ήταν σχετικά τεκμήρια στη διερεύνηση της υπόθεσης.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο αιτητής δεν δικαιολογείτο να έχει παράπονο γιατί εξουσιοδοτήθηκε έρευνα για την ανεύρεση και κατάσχεσή τους. Στην περίπτωση που η Αστυνομία κατάσχε άλλα ενδύματα, το παράπονο θα αφορούσε στην εκτέλεση του εντάλματος. Γι’ αυτό και δεν είχε χορηγηθεί άδεια γι’ αυτή την πτυχή. Στις περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογείτο το κατώτερο Δικαστήριο να πιστεύει ευλόγως ότι στο αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί ο αιτητής και στην κατοικία του, υπήρχαν τα ενδύματα που φορούσε κατά τον επίμαχο χρόνο, το κινητό του τηλέφωνο και δείγματα για να ληφθούν. Η πλέον επίμαχη παράμετρος αφορά στην εξουσιοδότηση για ανεύρεση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’.

Κατά το Ανώτατο, γενικά δεν θεωρείται ότι είναι εύλογο να πιστεύεται ότι στην κατοικία κάποιου φυλάττονται ναρκωτικές ουσίες, επειδή αυτός διασυνδέεται με τη διακίνηση τους, εκτός και αν η ίδια η κατοικία συνδέεται με κάποιο τρόπο με τη διακίνηση. Ωστόσο, μαρτυρία για συγκεκριμένη χρησιμοποίηση ναρκωτικών ουσιών, μπορεί να τεκμηριώνει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι σε χώρους που κατέχονται ή ελέγχονται από το πρόσωπο που τις χρησιμοποίησε κατά το συγκεκριμένο τρόπο, φυλάττονται ναρκωτικές ουσίες ή υπολείμματα τους.

Εν προκειμένω, τονίζεται στην απόφαση, ο αιτητής φέρεται να χρησιμοποίησε ναρκωτικές ουσίες που κατείχε επί του προσώπου του κατά τη νυχτερινή του έξοδο με την παραπονούμενη. Στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογείτο το κατώτερο Δικαστήριο να πιστεύει ευλόγως ότι στο αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί ή και στην κατοικία του, φυλάσσονταν ναρκωτικές ουσίες, όπως αυτές που φέρεται να χορήγησε στην παραπονούμενη, που μπορεί να ήταν και υπολείμματα αυτών που φέρεται να της χορήγησε.

Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για ακύρωση του εντάλματος έρευνας. Η υπόθεση αυτή έχει ήδη καταχωρηθεί στο Δικαστήριο. Εκ μέρους της Νομικής Υπηρεσίας την υπόθεση χειρίστηκαν η Εισαγγελέας Πολίνα Ευθυβούλου και ο ανώτερος δικηγόρος Α’ Βασίλης Μπίσσας.