Με τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις αλλοδαπών, πήραν κυπριακή υπηκοότητα ακόμη και καταζητούμενοι διεθνώς, ενώ την ίδια ώρα, άνθρωποι τους οποίους η Πολιτεία όφειλε να πολιτογραφήσει και να θεωρούνται Κύπριοι πολίτες, αγνοήθηκαν.

Έστω και αργά, ήρθε η ώρα να τους δοθεί κυπριακή υπηκοότητα κατ’ εξαίρεση, όχι επειδή επένδυσαν χρήματα, αλλά επειδή οι γονείς τους άφησαν τα κόκκαλα τους στη γη της Κύπρου. Ο λόγος για τα παιδιά «Ελλαδιτών πεσόντων, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας για την προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά την τουρκική εισβολή του 1974». Παράλληλα, κυπριακή υπηκοότητα θα παραχωρείται και σε ανθρώπους των τεχνών και του πολιτισμού.

Τα πιο πάνω, δεν έμειναν σε θεωρητικό επίπεδο αφού έχουν περιληφθεί σε κανονισμούς οι οποίοι έχουν κατατεθεί ενώπιον του Κοινοβουλίου, το οποίο θεωρείται δεδομένο ότι θα τους εγκρίνει.

Ειδικά για τα παιδιά όσων Ελλαδιτών έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας για την προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά την τουρκική εισβολή του 1974, σημειώνεται, πως λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος είναι ήδη ενήλικες και αν υποτεθεί πως ένα παιδί ήταν ενός έτους, σήμερα έχει περάσει τα 50. Επίσης, αν ληφθεί υπόψιν πως οι κληρωτοί στρατιώτες της τότε εποχής στην πλειονότητά τους δεν είχαν αποκτήσει οικογένεια και παιδιά, τότε η τιμητική απονομή της κυπριακής υπηκοότητας αφορά κυρίως παιδιά αξιωματικών και υπαξιωματικών, οι οποίοι το 1974 ήταν νυμφευμένοι και είχαν παιδιά.

Με βάση κάποιες αναφορές, οι νεκροί Ελλαδίτες αξιωματικοί της τουρκικής εισβολής ήταν 18 και οι οπλίτες 70. Εξάλλου, άλλοι 83 αξιωματικοί και οπλίτες εξ Ελλάδος είναι αγνοούμενοι.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό έγγραφο, το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του με ημερομηνίας 20/5/2025 αποφάσισε να εγκρίνει τους «περί Τιμητικής Πολιτογράφησής για λόγους Δημοσίου Συμφέροντος και Πολιτογράφησης Αλλοδαπών Επιχειρηματιών ή Επενδυτών (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 2025» και να εξουσιοδοτήσει τον υπουργό Εσωτερικών να τους καταθέσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.

Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται, πως «σκοπός της προωθούμενης τροποποίησης είναι η παροχή της δυνατότητας στο Υπουργικό Συμβούλιο να παραχωρεί την κυπριακή υπηκοότητα με τιμητική πολιτογράφηση σε πρόσωπα που, τα οποία είναι τέκνα Ελλαδιτών πεσόντων που έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας για την προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά την τουρκική εισβολή του 1974».

Για να καταστεί δυνατή η σχετική ρύθμιση προτείνεται τροποποίηση των άρθρων 2 και 3 των περί Τιμητικής Πολιτογράφησης για Λόγους Δημοσίου Συμφέροντος και Πολιτογράφησης Αλλοδαπών Επιχειρηματιών ή Επενδυτών Κανονισμών του 2020, ούτως ώστε να προστεθεί η ανωτέρω κατηγορία στις κατηγορίες προσώπων, στα οποία δύναται να παραχωρηθεί τιμητική πολιτογράφηση στη βάση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 111Α του Νόμου.

Επίσης, με την ίδια τροποποίηση παραχωρείται πλέον στο υφυπουργείο Πολιτισμού η δυνατότητα να εισηγείται παραχώρηση τιμητικής πολιτογράφησης σε ανθρώπους των τεχνών και του πολιτισμού, οι οποίοι μέσω του έργου τους έχουν προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες στην Κύπρο, ως πιο αρμόδιο επί του θέματος από το υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας που επί του παρόντος έχει αυτή την αρμοδιότητα.

Σημειώνεται, πως ειδικά Έλληνες καλλιτέχνες, μετά την τουρκική εισβολή αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχαν σε συναυλίες ή και άλλες οργανώσεις αφιλοκερδώς ενώ με διαδραμάτισαν και ρόλο ανεπίσημου πρεσβευτή της Κύπρου σε χώρες όπου δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά.

Στο κείμενο το οποίο έχει κατατεθεί στη Βουλή αναφέρεται, πως σύμφωνα με τον «Περί της Ίδρυσης Υφυπουργείου Πολιτισμού Νόμο», ανάμεσα στις αρμοδιότητες του Υφυπουργείου Πολιτισμού είναι η ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής ταυτότητας της Δημοκρατία και η ορθή αξιοποίηση των έργων της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης δημιουργίας. Ως εκ τούτου διαφαίνεται ότι όσον αφορά στις διατάξεις του εδαφίου 3(γ) των Κανονισμών αρμοδιότητα για την υποβολή εισηγήσεων έχει το υφυπουργείο Πολιτισμού και όχι το υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας. Η υπό αναφορά τροποποίηση των Κανονισμών έχει τύχει του νομοτεχνικού ελέγχου της Νομικής Υπηρεσίας και εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του στις 20/5/2025.