Το Εφετείο ανέτρεψε πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού σε υπόθεση τροχαίου ατυχήματος που σημειώθηκε το 2009 στη Λεμεσό, παραπέμποντας την υπόθεση για επανεκδίκαση. Το τροχαίο προκλήθηκε όταν όχημα που οδηγούσε ο εφεσείων συγκρούστηκε με την πεζή εφεσίβλητη, η οποία επιχειρούσε να διασταυρώσει τον δρόμο. Σε πρώτο βαθμό, το Δικαστήριο είχε επιδικάσει στην εφεσίβλητη ποσό €200.000 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον τόκους και €19.375,31 ως ειδικές αποζημιώσεις, επιρρίπτοντας στον οδηγό αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα και καταλογίζοντάς του και τα έξοδα της διαδικασίας.
Με την έφεση που άσκησε, ο οδηγός αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας δώδεκα λόγους, εκ των οποίων οι πέντε πρώτοι αφορούσαν την ευθύνη και οι υπόλοιποι τις αποζημιώσεις. Το Εφετείο επέλεξε να εξετάσει κατά προτεραιότητα τους λόγους που σχετίζονταν με την ευθύνη, δεδομένου ότι ο εφεσείων υποστήριξε πως όχι μόνο δεν έφερε αποκλειστική ευθύνη, αλλά αντιθέτως η πεζή ήταν εκείνη που ευθυνόταν αποκλειστικά για το ατύχημα.
Ο οδηγός ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένα και αδικαιολόγητα συμπεράσματα ως προς τη συμπεριφορά της πεζής πριν τη σύγκρουση, ειδικότερα ως προς το ότι είχε ελέγξει τον δρόμο και ξεκίνησε να διασταυρώνει με γοργό βήμα μόνο όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε όχημα. Αμφισβήτησε επίσης το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα που ενδεχομένως να εμπόδιζαν την ορατότητα, ενώ θεώρησε εσφαλμένη την αξιολόγηση της δικής του μαρτυρίας ως αναξιόπιστης.
Το Ανώτερο Δικαστήριο, εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας και την αιτιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επεσήμανε ότι η κρίση του δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη και στηρίχθηκε σε συμπεράσματα που δεν προέκυπταν με βεβαιότητα από τα δεδομένα. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί ότι η ορατότητα στο σημείο της σύγκρουσης έφθανε τα 200 μέτρα, γεγονός που εγείρει αμφιβολίες κατά πόσο ήταν δυνατόν η πεζή να μην αντιληφθεί το διερχόμενο όχημα, όπως επίσης και κατά πόσο έλαβε πράγματι όλα τα δέοντα μέτρα ασφαλείας προτού εισέλθει στον δρόμο. Το Ανώτερο Δικαστήριο τόνισε ότι, υπό τις περιστάσεις, προκύπτει εύλογη αμφισβήτηση για το κατά πόσο η πεζή προέβη σε ουσιαστικό έλεγχο της τροχαίας κίνησης προτού διασταυρώσει.
Παράλληλα, το Ανώτερο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του οδηγού από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ελλιπής και σε ορισμένα σημεία στηρίχθηκε σε ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας, τα οποία δεν επηρέαζαν την ουσία της υπόθεσης, όπως μικρές διαφοροποιήσεις στην περιγραφή του βηματισμού της πεζής ή στον αριθμό των σταθμευμένων οχημάτων.
Το Ανώτερο Δικαστήριο κατέληξε ότι η πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε σε ελλιπή αξιολόγηση της μαρτυρίας και ότι τα συμπεράσματα περί αποκλειστικής ευθύνης του οδηγού δεν εδράζονταν σε πλήρη και λογική ανάλυση των πραγματικών δεδομένων. Όπως αναφέρθηκε, το δικαστήριο πρώτου βαθμού προχώρησε σε παραδοχές που ισοδυναμούσαν περισσότερο με εικασίες παρά με νομικά συμπεράσματα βασισμένα σε αποδεδειγμένα γεγονότα, αντίθετα με την πάγια νομολογία που απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένη απόδειξη αμέλειας του εναγόμενου.
Υπό το φως των διαπιστώσεων αυτών, το Ανώτερο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να διαμορφώσει δική του κρίση επί της ουσίας, διότι αυτό θα προϋπέθετε πλήρη αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο που ανήκει αποκλειστικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου αποφάσισε να παραμερίσει την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της και να παραπέμψει την υπόθεση για πλήρη επανεκδίκαση.
Η έφεση έγινε δεκτή, η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ακυρώθηκε, περιλαμβανομένης της διάταξης για τα έξοδα, τα οποία θα παραμείνουν στην πορεία της αγωγής. Επιπλέον, επιδικάστηκαν υπέρ του εφεσείοντα τα έξοδα της έφεσης, ύψους €4.200 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.