Κατ’ αρχάς, να μου επιτραπεί να ευχαριστήσω τον βιογράφο του Γ. Γρίβα – Διγενή, τον κ. Λεωνίδου, που είχε τον χρόνο να μου απαντήσει, αλλά και να μου λύσει κάποιες απορίες που είχα, και τις εξέφρασα σε κείμενο προ ημερών.
Ο στρατηγός Γρίβας και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είναι κατά γενική παραδοχή τα πιο αμφιλεγόμενα άτομα, ως πρωταγωνιστές της νεότερης Κυπριακής Ιστορίας. Χιλιάδες σελίδων εγράφησαν, άλλες υπέρ αυτών και τους πλέκουν εγκώμια. Χιλιάδες άλλες, για να τους καταλογίσουν ευθύνες για τα δεινά της πατρίδας μας. Δεν υπήρξα, και το εννοώ πλήρως, θαυμαστής ή υμνητής κανενός εκ των δύο. Παρ’ ότι ανήκω ή προέρχομαι από οικογένεια μακαριακών. Θεωρώ, ότι αμφότεροι φέρουν ασήκωτες ευθύνες για την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται σήμερα ο τόπος. Χωρίς να αμφισβητώ κανενός τον πατριωτισμό, θα επισημάνω το εξής: Ενόμιζαν ότι είναι περίπου… θεοί! Η αγάπη, η λατρεία του πλήθους των αφελών, αγνών και ανυποψίαστων Ελληνοκυπρίων της πολυτάραχης εποχής κατά την οποία έδρασαν, πώς να το πω, δημιούργησαν μια κατάσταση, όπου… πήραν τα μυαλά τους αέρα! Σε ηλικία μόλις 37 ετών, ο Μακάριος, από μητροπολίτης Κιτίου, ανέρχεται στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ως Μακάριος ο Γ’, μετά τον θάνατο, τον Ιούνιο του 1950, του γηραιού Μακαρίου του Β’. Ξεκίνησε ως απλός ποιμένας, συνεχίζοντας αργότερα ως μοναχός Μιχαήλ στην Ιερά Μονή Κύκκου.
Όσο για τον Γ. Γρίβα τώρα. Εδώ, έχουμε μια κάπως διαφορετική πορεία. Ο επονομαζόμενος Διγενής, δεν είναι μια τυχαία προσωπικότητα. Δεν έφθασε στη μεγάλη δόξα, μετά το έπος του ’55 – ’59, τυχαία. Κάθε άλλο. Είχε πάρει μέρος και στη Μικρασιατική Εκστρατεία του Ελληνικού Στρατού, 1919 – 1922, αλλά είχε πολεμήσει και στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940.
Αλλά, σε αυτό το ταπεινό μου σημείωμα, είναι αλλού που ήθελα να επικεντρωθώ. Μελετητής, ή βιογράφος ενός εκ των δύο δεν είμαι, αλλά ούτε και τις γνώσεις έχω για κάτι τέτοιο. Ικανοί ερευνητές, τους οποίους εκτιμώ, όπως π.χ. ο κ. Λεωνίδου, έχουν αναλάβει το έργο αυτό, έχοντας φυσικά πρόσβαση και στα αρχεία του αγγλικού Foreign Office. Τι είναι η φιλοδοξία; Τι είναι η φιλαυτία; Πόσες φορές καταλήξαμε σε θλιβερές καταστάσεις, οι οποίες ξεκίνησαν από το… βλακώδες ερώτημα: «Γιατί εσύ, και όχι εγώ;». Ανοίγω μια μικρή παρένθεση, για να αναφέρω ένα απλό παράδειγμα (δεν ενθυμούμαι πού το διάβασα, νομίζω σε ένα βιβλίο του Τάκη Ευδόκα), όπου φέρεται ο μακαριστός μητροπολίτης Κυρηνείας Κυπριανός -κατά κόσμον Κυριακίδης- να διαμαρτύρεται για την επιλογή Μακαρίου ως Αρχιεπισκόπου, να λέγει: «Μα, επέλεξαν ένα… κοπελλούδι, για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο;». Τέλος πάντων.
Επανέρχομαι. Κάπου, στην απάντησή του (που δημοσιεύτηκε στις 22 Νοέμβρη 2018), προς δική μου επιστολή στον «Φ», όπου σχολίαζα μια εκπομπή της Ελίτας Μιχαηλίδου στο ΡΙΚ, ο αγαπητός ερευνητής κ. Λεωνίδου λέγει: «Μα, δεν όφειλε ο Αρχ. Μακάριος, πριν υπογράψει τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου του 1960, που οδηγούσαν σε μια επισφαλή ανεξαρτησία, να συμβουλευτεί και άλλους, όπως για παράδειγμα τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα;».
Ε, δεν νομίζω να υπήρχε η κατάλληλη, ή η ορθή συνεργασία μεταξύ των δύο. Ο Γρίβας ήταν ήδη πολύ πικραμένος που δεν κατάφερε να επιτύχει την Ένωση με τη μητέρα Πατρίδα, και απεσύρθη χολωμένος, στην οικία του στας Αθήνας. Υπενθυμίζω εδώ, ότι ούτε όταν κατήλθε στην πολιτική κονίστρα στην Ελλάδα, μετά τη λήξη του Εμφυλίου (1945 – 49), επέτυχε οτιδήποτε. Βλέπει, λοιπόν, έναν 47χρονο ιερωμένο, ρασοφόρο, να ανέρχεται στην ηγεσία του νεοσύστατου κυπριακού κρατιδίου, με τις ευλογίες περίεργων Κέντρων του εξωτερικού, της αποικιοκρατικής Αγγλίας συμπεριλαμβανομένης. Την οποία Μεγάλη Βρετανία, ο Γρίβας επολέμησε με τόσο πείσμα και δύναμη, την 4ετία ’55 – ’59! Ε, πώς θα ένιωθε; Τον καταλαβαίνω. Κατανοώ την απογοήτευσή του. Την αιτιολογώ. Δεν τη δικαιολογώ. Από την άλλη, κάπου διάβασα ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν δεχόταν εύκολα συμβουλές. «Αφήστε με να κάνω ό,τι κόψει η κκελλέ μου…», έλεγε. Στη νήσο Μαχέ των Σεϋχελλών, όπου τον εξόρισαν οι Βρετανοί το ’56, σε μια βόλτα στο δάσος, είχε κινδυνέψει να πέσει σε γκρεμό, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του συνοδού του! Είμαι εξ εκείνων που δακρύζουν όταν ακούνε για τις τόσο θλιβερές, γεμάτες ηρωισμό, σελίδες του έπους της ΕΟΚΑ. Και ασφαλώς, πάντα με συγκινεί η εικόνα των αμούστακων παλικαριών να οδηγούνται στην αγχόνη. Για να διερωτηθώ όμως, αμέσως μετά, αν είχε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα η θυσία τους. Ο μακαριστός πατέρας μου, λοχαγός-ιατρός της Εθνικής Φρουράς το 1966 μέχρι το 1982, Εμμανουήλ Χατζηαντώνης, πάντα έλεγε, θυμάμαι: «Μα, ούτως ή άλλως, η Αγγλία θα αποχωρούσε από τις αποικίες της… Γιατί έχασαν τόσον άδικα τη ζωή τους, αυτά τα παιδιά;».
Συνάγοντας. Δεν γνωρίζω αν σας προβλημάτισα αγαπητέ κ. Λεωνίδου, με όσα σημειώνω. Με δυο λόγια, κλείνω με μια πικρή αλήθεια: Η φιλοδοξία, το πείσμα και η έλλειψη διαλόγου μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, μας έφερε σήμερα να θρηνούμε επί ερειπίων…