Ο Γιάννης Πεγειώτης γράφει για τον Τάσο Μάρκου.

Ο μάστρος ελάλεν. Είναι όλα προδομένα. Μα επάσκιζεν να ετοιμάσουμεν τη γραμμήν. Χαρακώματα. Πυρομαχικά. Μα τα μμάθκια του είχαν μιαν θλίψην. Τον πόνον της νούσιμης πρωτινής Κύπρου πον της άξιζεν τέθκοιον ματζελλιόν. Εμείναμεν μητά του ώρες πολλές. Ήτουν μια κόλαση. Όλμοι, πυροβολικό, πεζικό που έρκετουν μιλιούνια. Εκρατούσαμεν. Έτσι μας ελάλεν που τον ασύρματον. Ύστερις, ερέξαν τα άρματα που μες το ναρκοπεδιον. Ήταν προδομένη η διάβαση θκιάβα για τους κλέφτες…

Επολεμούσαμεν. Ώσπου τζιαι είπεν μας πριν το μεσημέριν. «Υποχωράτε να σωθείτε να στηθεί άλλη γραμμή».

Μες τη φωθκιάν πυροβολώντας εκάμαμεν κατά πίσω. Ο μάστρος έφυεν ομπρός.

Εξωμείναμεν πέντε μεσ’ ένα σπίτι πλιθαρένον. Κατά τη νύχτα ήβραμεν θκιάβαν τζιαι εφτάσαμεν στη γραμμήν πουν στήσαν για να σώσουν την Λευκωσίαν. Εξημέρωνεν της Παναγίας τζιαι πότε έκλαια τον μάστρον μας το λεβέντην. Πότε ελάλουν εννάν εις το Βουνόν να πολεμά ακρίτας. Έκαμα χρόνους να πνάσει η ψυσιή μου.

Μα τζείντα αμμάθκια τα πικραμμένα του λεβεντομάστρου μας …κόμα τζυνηούν με τον Άουστον. Πκοιος εν ο μάστρος μου; Ο Τάσος Μάρκου… Της στράτας του Γληόρη άδρωπος.. Εθώρες τον τζιαι λάλες εν άγγονας του Μακρυγιάννη. Λεβεντοτζυπριώτης. Ανήρ άλλου φωτός… Τέκνον αρετοστόλιστον απού γεννησιμιού του.