Ο Γιάννης Πεγειώτης θυμάται τα παλαιά χρόνια πως νήστευαν στα χωριά του Ακάμα. 

Τότε στα δεκαπέντε-δεκαέξι σε μια δύσκολη συγκυρία αρχές του ‘80 άρχισε από τις παραμονές Χριστουγέννων να νηστεύει σαράντα μέρες χωρίς υπερβολές και συζητήσεις, συνεχίζοντας να ζει το δραστήριο με έρωτα Ελλάδος βίον του. Ύστερα, παραμονές Σαρακοστής τον ακολουθούσε και η αδερφή του. Η μάνα υπομονετικά δέχτηκε την εφηβική απόφαση μαγειρεύοντας για νηστεύοντες και μη νηστεύοντες στο φτωχικό σπίτι το έμπλεον βιβλίων και αγάπης πρωτινής. Με τα χρονιά ο παλαίος μας φίλος άρχισε να κατανοεί το της νηστείας βάθος. Τον τρόπον των πρωτινών που πάσκιζαν να προκόψουν στην αγάπη περσότερο τον τζαιρόν των νηστειών. Χωρίς μιαν έστω νύξη το έπρατταν εις τον Πιττόκοπον, στη Δρούσια ,στον Ακάμαν χωρίς να κρίνουν τους άλλους. Έτσι απλά. Ήβραμεν το που την μάναν μας τζιαι κάμνει καλόν. Λλιανήσκουν οι καυκάες μέσα τζιαι έξω μου. Οι θυμοί που το πορνόν. Μιλώ περίτου τ’ Άη Κόνωνα.

Ύστερις, έμαθεν για μιαν ολόκληρη παράδοση. Μαειρκές, τραούθκια, ύμνους, λειτουργίκα βιβλία, συνήθειες, σούππες, δώρα της θάλασσας, φυτά αγριοχόρτα που τρώουνταν τζιαι ήταν παναήριν.

Ύστερις έμαθεν να λαλεί καλόν στάδιον και να μετέχει στον εσπερινόν της συγγνώμης. Να βιώνει ήντα εν η αγάπη, η χαρμόλυπη, η συγγνώμη η προσευχή του Μάρκου Δράκου, το φως τ’ Άη Πιφάνη στο χωρκόν του, η ευχή του Σύρου Αγίου Κύριε και Δέσποτα…

Πέρασαν έτη για να ακούσει η καρδιά του και τον Άη Χρυσόστομον να υμνεί την Ανάσταση του Κυρίου και σε ένα κλίμα αποδοχής να λαλεί και του ενδεκάτης τους ολίγον προ της δώδεκατης εις την πασχάλιον τράπεζα. Όπως τες πρωτινές γιαγιάδες με το ήθος του «κοπιάστε στην τράπεζα της αγάπης»…