Ήταν ένα πρωινό του χειμώνα που αποφάσισε να φιλοξενήσει τον ήλιο. Μπορούσαν, λοιπόν, οι άνθρωποι που διέθεταν χρόνο να βγουν να τον χαρούν ή να περπατήσουν λίγο. Με μια φίλη λοιπόν περπατήσαμε λίγο και μετά γυρίσαμε σπίτι για καφέ. Στον δρόμο μας βρήκαμε μια κυρία κρατώντας ένα φάκελο στο χέρι· φαινόταν πως ήταν –το λιγότερο– πολύ κουρασμένη αλλά και άρρωστη. Μας φώναξε ευγενικά και μας ρώτησε αν έχουμε λίγο χρόνο και αν μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε. Της απαντήσαμε: Βεβαίως και έχουμε χρόνο για σας και χαρά μας να σας βοηθήσουμε. Στην αρχή διερωτήθηκα τι να ήθελε και μας μιλούσε τόσο παρακλητικά! Τη ρώτησα αν έμενε καιρό εδώ στο σπίτι που καθόταν και μου απάντησε πως είναι λίγους μήνες. Το σπίτι της ανήκε σε ανδρόγυνο που σιγά-σιγά έφυγαν και οι δύο. Είναι συμπαθητικό σπιτάκι με μεγάλο κήπο, δύο δωμάτια και μερικά βοηθητικά. Τη ρωτήσαμε λοιπόν σε τι μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε. Συγκινήθηκε και μας έδειχνε το φάκελο. Είναι γράμμα από τον άνδρα μου, μας είπε, μα το κρατώ τρεις μέρες και δεν βλέπω να το διαβάσω. Ατυχία, τα γυαλιά μου έπεσαν και έσπασαν. Πρέπει να πάω σε οπτικό να κάνω άλλα.
Τη ρωτήσαμε αν μένει μόνη. Ναι, μας είπε, γιατί ο άνδρας μου πήγε στις αραβικές χώρες να δουλέψει. Εγώ έχω προβλήματα υγιείας πολλά χρόνια. Από τότε που μας πήραν τα σπίτια μας οι Τούρκοι και γίναμε πρόσφυγες εδώ και τόσα χρόνια. Λυπούμαι πάρα πολύ που ακούω και μόνο τη λέξη πρόσφυγες, είπα. Πόσος άραγε κόσμος υποφέρει από την προσφυγιά! Πόσα χρόνια αυτή η δυστυχία; Καταλαβαίνω, της είπα, πόσο υποφέρετε. Έχετε κάποιο γνωστό εδώ στη Λευκωσία; Τη ρώτησα. Εγώ δεν γνωρίζω κανένα· ο άνδρας μου γνώρισε εκεί δύο οικογένειες από τη Λευκωσία. Θα πάω κι εγώ εκεί και θα τις γνωρίσω. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν το σπίτι, μας είπαν μόλις φύγουν να ‘ρθουμε εμείς. Μακάρι να ‘ναι καλά εκεί που είναι, υπολόγιζαν πως και ο άνδρας μου θα μπορούσε να βρει μια δουλίτσα να περάσουμε. Λοιπόν, της είπα, να σου διαβάσουμε και το γράμμα σου. Και όταν χρειάζεσαι βοήθεια μένω εδώ κοντά και θα σου διαβάζω τα γράμματά σου. Χάρηκε η καημενούλα και της έδωσα και εγώ και η φίλη μου τα τηλέφωνά μας.
Μα τι κατάντια οι πρόσφυγες; Πόση δυστυχία; Ήθελα να μην κάνω αμαρτία σκεπτόμενη διάφορα. Μα δυστυχώς δεν άντεξα. Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ζουν παρέα με τόσο μεγάλη αδικία και τόσες στερήσεις στη ζωή τους; Ευτυχώς το γράμμα της ήταν ευχάριστο, γιατί ο άνδρας της βρήκε δουλειά και στο τέλος του μήνα θα της έστελλε και λεφτά. Της έλεγε πως κάθε Παρασκευή –η Παρασκευή είναι η Κυριακή σε αραβικές χώρες– θα της τηλεφωνεί και όταν με την πρώτη ευκαιρία έρθει στην Κύπρο, να ’ναι έτοιμη να πάει μαζί του. Έχει σπίτι εκεί και θα βρει και άλλες οικογένειες για παρέα.
Στο τέλος η επιστολή έλεγε «θα σε αγαπώ και θα σε νοιάζομαι όσο ζώ και όπου και αν βρίσκομαι. Μη λυπάσαι για τίποτα. Θα κάνουμε μια καλύτερη ζωή όταν έλθεις κι εσύ, έστω και στην ξενιτιά. Κανένας δεν θα μας λέει πρόσφυγες». Με πολλή-πολλή αγάπη Αργύρης.